Η πρόταση του 1834 για πρωτεύουσα τον Πειραιά

Η πρόταση του αρχιτέκτονα Γκούτενσον για την ανοικοδόμηση ανακτόρων στον Πειραιά ήταν η πρώτη που έγινε στο νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο. Πολλά χρόνια αργότερα ακολούθησε δεύτερη πρόταση του Θεόφιλου Χάνσεν για ανέγερση θερινών ανακτόρων στον Πειραιά. Στην φωτογραφία τα σχέδια του Χάνσεν για τα θερινά ανάκτορα Πειραιώς (1888)


του Στέφανου Μίλεση

Οι περισσότερες πόλεις που προτάθηκαν για πρωτεύουσα του μικρού νεοσύστατου ελληνικού κράτους που μόλις είχε αποκτήσει την ελευθερία του είχαν ένα κοινό γνώρισμα. Ήταν οι περισσότερες παράλιες, ακόμα όμως κι αν δεν ήταν δεν απείχαν πολύ από τη θάλασσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κόρινθος για την οποία μάλιστα προτάθηκε η περιοχή του νέου συνοικισμού της που ήταν παραλιακή. 

Ο συνοικισμός αυτός καθώς είχε δημιουργηθεί μεταγενέστερα είχε λάβει την ονομασία "Νέα Κόρινθος". Προτάθηκαν επίσης το Άργος καθώς θα χρησιμοποιούσε ως λιμάνι το Ναύπλιο (ήδη Πρωτεύουσα), αλλά και η Σύρος ένα νησί πραγματικό θαλάσσιο σταυροδρόμι πολλών δρομολογίων με προορισμό τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Υποψήφια για πρωτεύουσα ήταν επίσης και  η Τρίπολη (η μόνη μη παράλια πόλη που προτάθηκε) καθώς βρισκόταν στο κέντρο της Πελοποννήσου. 

Πέρα όμως από τις πόλεις που προτάθηκαν για πρωτεύουσα, υπήρχε ένας μακρύς κατάλογος πόλεων που σήμερα μας φαίνονται μικρές ή ακατάλληλες για να διαδραματίσουν το ρόλο αυτό, ωστόσο την εποχή εκείνη αποτελούσαν σημαντικά κέντρα για διαφορετικούς λόγους. 

Για παράδειγμα η Ύδρα λίγο πριν την επανάσταση διέθετε 80 χιλιάδες κατοίκους και ήταν σπουδαίο ναυτικό κέντρο. Η Λιβαδειά ήταν σπουδαίο εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Ρούμελης γνωστή για τη ζωντάνια της και τη μανιφακτούρα της. Στην Πελοπόννησο επίσης σπουδαίο πόλη ήταν ο Πύργος με έξι χιλιάδες κατοίκους, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν οθωμανική μειονότητα, σπουδαίο επιχείρημα για να ληφθεί υπόψη την εποχή εκείνη. Ακόμα και το Μεσολόγγι ήταν ένα σπουδαίο κέντρο μέσα στη λιμνοθάλασσα των Αιτωλικών Ακτών πριν την καταστροφή του. 

Ύδρα 1882


Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες πόλεις που αναφέραμε η Αθήνα την εποχή εκείνη ήταν επί της ουσίας ένα μεγάλο χωριό. Δεν αποτελούσε ούτε πόλο έλξης εμπορίου, ούτε πληθυσμιακή ανάπτυξη είχε, ούτε καν σοβαρά οικοδομήματα. Ωστόσο ήταν περιζήτητος προορισμός ανάμεσα στους ξένους περιηγητές καθώς την επισκέπτονταν με κίνητρο το ένδοξο ιστορικό παρελθόν της. Η ομορφιά και το ενδιαφέρον των ξένων για την Αθήνα είχε λοιπόν να κάνει με την αγάπη που είχαν όσοι μελετούσαν την κλασική αρχαιότητα και το αρχαίο κλέος της. 

Όταν όμως οι ξένοι περιηγητές επισκέπτονταν την Αθήνα την Αθήνα απογοητεύονταν από όσα τελικώς αντίκριζαν.  Ο Πουκεβίλ γράφει στο έργο του "Ταξίδι στην Ελλάδα" ότι η Αθήνα που επισκέφθηκε, ελάχιστα θυμίζει την Αθήνα της αρχαιότητας. 

Και δεν ήταν μόνο ο Πουκεβίλ αλλά και πολλοί άλλοι περιηγητές περίπου τα ίδια έγραφαν στα ημερολόγιά τους όταν αντίκριζαν την πραγματική εικόνα της Αθήνας, σε αντίθεση με την Αθήνα που είχαν σχεδιάσει στη φαντασία τους. 

Το λιμάνι του Πειραιά από το λόφο της Πνύκας το 1836


Ένα ταξίδι προς την Αθήνα ήταν πραγματική οδύσσεια καθώς οι οδικές διαδρομές ήταν ανύπαρκτες, ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις δέκα χιλιάδες εκ των οποίων το ένα τρίτο ήταν Οθωμανοί. Συγκριτικά με την Ύδρα που προαναφέραμε η Αθήνα ήταν ανύπαρκτη.

Το σπουδαιότερο γεγονός που καθορίζει άλλωστε αν μια πόλη ήταν σπουδαία ή όχι, καταδεικνύει το γεγονός ότι λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση, ότι η Αθήνα -αντίθετα με τα σημαντικά μέρη- δεν είχε κριθεί άξια για την έδρα ενός Πασά. Η Αθήνα είχε βοεβόδα δηλαδή τοποπαρατηρητή και λίγο πριν την επανάσταση βοεβόδας της Αθήνας ήταν ο Χατζή Αλή, που έμεινε στην ιστορία γνωστός ως Χασεκής των Αθηνών. 

Το λιμάνι του Πειραιά το 1836


Ο Χατζή Αλή αγαπήθηκε παράφορα στην Κωνσταντινούπολη από την Σουλτάνα Ασμά  (μια μεσόκοπη κυρία που ερωτεύθηκε έναν άνδρα κατά πολύ νεότερό της). Η Σουλτάνα Ασμά εκτός από μεσόκοπη όμως, είχε την τύχη να είναι η αδελφή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, στον οποίο υπηρετούσε ο Χατζή Αλή ως σωματοφύλακας (Χασεκής). Έτσι η Ασμά αγόρασε την έκταση "Αθήνα" και διόρισε τον Χασεκή (τον Σωματοφύλακα του αδελφού της) ως βοεβόδα της έκτασης στην οποία είχε επενδύσει. Η Ασμά είχε καταβάλλει το 1772 το ποσό των ενάμιση εκατομμυρίων γροσίων για την αγορά της. Ο Χασεκής έφτασε στην Αθήνα τρία χρόνια μετά την αγορά της Ασμά, το 1775, και φρόντιζε με τη βία να εισπράττει φόρους για να ικανοποιεί την Ασμά και να νιώθει εκείνη πόσο σημαντική επένδυση είχε επιτύχει, αφού εισέπραττε μεγάλα ποσά από τους φόρους των δυστυχισμένων ραγιάδων. Η Ασμά όχι μόνο πήρε πίσω τα γρόσια που έδωσε για την αγορά αλλά και εισέπραξε σημαντικά κέρδη.

Η Αθήνα κατά τα άλλα ήταν μια παρατημένη περιοχή που κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν διέθετε ούτε δρόμους, ούτε αξιόλογα σπίτια, ούτε άλλους σημαντικούς οικονομικούς πόρους. 

Ο Λουδοβίκος όμως ο πατέρας του Όθωνα ήταν εκείνος που επέμενε πεισματικά την Αθήνα για πρωτεύουσα καθώς εξέπεμπε την ιστορική μαγεία του παρελθόντος της και θα συνέδεε το σύγχρονο ελληνικό κράτος με το όνομα της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι βρέθηκαν πολλοί ξένοι που συνηγορούσαν υπέρ της Αθήνας. Ποιας Αθήνας όμως; 

Όπως υπήρχε πρόταση για την Κόρινθο που στην ουσία δεν επρόκειτο για την αρχαία Κόρινθο, αλλά για τη Νέα Κόρινθο που είχε οικοδομηθεί στα παράλια, έτσι και η πρόταση για την Αθήνα ως πρωτεύουσα, δεν ήταν μια αλλά δύο προτάσεις!

Η μια από τις δύο εκδοχές ήταν η οικοδόμηση της παράλιας Αθήνας, στη θέση που κάποτε κατείχε ο αρχαίος Πειραιάς. Έτσι λοιπόν έμεινε ιστορικά να λέμε μέχρι σήμερα ότι ανάμεσα στις υποψήφιες πόλεις για τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο ήταν και ο Πειραιάς, δεν τίθεται ακριβώς όπως ακούγεται, αλλά για την οικοδόμηση των Νέων Αθηνών στην έκταση που κάποτε υπήρχε ο αρχαίος Πειραιάς. 

Η επιλογή αυτή είχε να κάνει καθώς η περιοχή του Πειραιά διέθετε τρία φυσικά λιμάνια, παρείχε παρθένο έδαφος για να οικοδομηθεί μια πόλη, αντίθετα από την Αθήνα που εκείνη την εποχή ήταν ήδη άναρχα οικοδομημένη με σπίτια να ξεφυτρώνουν ατάκτως, με τουρκομαχαλάδες και αρχαία μνημεία ή καλύτερα ερείπια αρχαίων μνημείων. Επίσης η τροφοδοσία της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους θα ήταν περισσότερο εύκολη δια θαλάσσης, ελλείψει οδικού δικτύου. 

Απόψεις του Πειραιά του 1836

Άποψη του Πειραιά το 1836 από τον λόφο της Μουνυχίας (σημερινή θέση Προφήτης Ηλίας Καστέλλας)


Μάλιστα ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Γκούτενσον είχε ήδη εκπονήσει τα σχέδια του Πειραιά ως μελλοντικής πρωτεύουσας από το 1834. Σύμφωνα με τα σχέδιά του η πόλη θα εκτεινόταν ανάμεσα σε δύο λιμάνια, το κεντρικό εμπορικό και της Ζέας, ενώ η Πειραϊκή χερσόνησος (γνωστή σήμερα απλά ως Πειραϊκή), θα φιλοξενούσε τα ανάκτορα και τα άλλα δημόσια κτήρια. 

Τελικώς η πρόταση δεν ενεκρίθη καθώς ο Ρος θεώρησε ότι το σχέδιο αυτό ήταν άστοχο, αφού ανάκτορα και τα υπόλοιπα δημόσια κτήρια, θα ήταν εκτεθειμένα στην επίθεση του πρώτου εχθρικού πολεμικού πλοίου. Ένας ακόμα ενδοιασμός στην πρόταση "Πειραιάς", είχε να κάνει με το κατά πόσο ήταν χρήσιμο η νέα πρωτεύουσα να είναι αποκομμένη από το ιστορικό της παρελθόν. Πολλοί Βαυαροί επέμεναν ότι η νέα πρωτεύουσα θα πρέπει παράλληλα να αποτελεί και τόπο "προσκυνήματος" των περιηγητών. Στον αντίποδα άλλοι υποστήριζαν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ότι η σύγχρονη Αθήνα θα έπρεπε να είναι οικοδομημένη αλλού, δίπλα στην αρχαία, για να μην εμποδίζει τις ανασκαφές και τη σπουδή της αρχαιότητας.        

Ο Λούντβιχ Ρος (Ludwig Ross) είναι ένας από τους ειδικούς επιστήμονες, αρχαιολόγος ο ίδιος,  που ακολούθησαν τον Όθωνα προκειμένου να στελεχώσουν την κρατική μηχανή. 


Ο Λούντβιχ Ρος στην Ελλάδα το 1836 σε υδατογραφία του Χάνσεν (Hansen). Από το ημερολόγιο που διατηρούσε ο Ρος μεταξύ άλλων μάθαμε και για την πρόταση που υπήρξε για τον Πειραιά να είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας και να φιλοξενεί και τα Βασιλικά Ανάκτορα



Φτάνοντας περιοδεύει σε διάφορα σημεία του ελληνικού κράτους και το κυριότερο είναι ότι κρατάει ημερολόγιο από το οποίο μαθαίνουμε πολλά για την εποχή εκείνη. Στο ημερολόγιο αυτό λοιπόν γράφει:

Το ημερολόγιο του Ρος

"Τότε άρχισε η συζήτηση του θέματος ποια πόλη έπρεπε να επιλεγεί για Πρωτεύουσα. Ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Γκούτενσον (Johann Gutensohn) που ακολουθώντας την αντιβασιλεία είχε έρθει στην Ελλάδα, είχε υποδείξει για πρωτεύουσα τον Πειραιά.

Πήγαμε μια μέρα έφιπποι στον Πειραιά και ο Γκούτενσον ανέπτυξε επί τόπου τις απόψεις του και επεσήμανε και την θέση όπου έπρεπε να γίνουν τα ανάκτορα. Οι προτάσεις του όμως δεν βρήκαν απήχηση. Οι λόγοι κύρια ήταν ότι για να εγκαταστήσει το παλάτι ο Βασιλιάς στην ακτή του Πειραιά, θα έπρεπε να διαθέτει ισχυρό πολεμικό στόλο αλλιώς θα βρίσκονταν στην εμβέλεια των κανονιών κάθε εχθρικού σκάφους. Ενώ στην Αθήνα, το ίδιο το όνομα της πόλης, οι αναμνήσεις, τα ερείπια της αρχαιότητας, η ασφάλεια όλα συνηγορούσαν γι΄ αυτήν".



Η πρόταση του Γκούτανσον για πρωτεύουσα τον Πειραιά και την δημιουργία των βασιλικών ανακτόρων εδώ, αποτελεί διαχρονικά την πρώτη πρόταση που έγινε για τον Πειραιά. Μετά την επιλογή της Αθήνας όμως ως πρωτεύουσας το 1834 σχεδιάζεται και ο ταυτόχρονος εποικισμός του Πειραιά.


Τα σχέδια για τα Πειραϊκά ανάκτορα δεν βρέθηκαν αλλά το 1837 ο Φερδινάνδος ALDENHOVEN έκανε πιστό αντίγραφο των ανακτόρων που τυπώθηκε στα εργαστήρια της Βασιλικής Λιθογραφίας στην Αθήνας. Τα ανάκτορα αυτά δεν κτίστηκαν σύμφωνα με το διάταγμα της 29ης Δεκεμβρίου 1836.

Τοπογραφικό σχέδιο Αθήνας Πειραιά του ALDENHOVEN
Υπάρχει και συνέχεια στην ιστορία των Πειραϊκών Ανακτόρων αλλά μεταγενέστερη και όχι της εποχής του Όθωνα. Μιλάμε για την  μελέτη του Θεόφιλου Χάνσεν για ένα κτήμα στην Πειραϊκή που είχε παραχωρήσει ο Δήμος Πειραιώς στον τότε Βασιλιά Γεώργιο Α΄, αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε Παλατάκι.


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αυτές τις φωτογραφίες δεν τις έχω ξαναδεί. Μπράβο!
Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"