Ζωγραφιές μιας άλλης εποχής της Ρετσίνας

Η Νανά γνήσια απόγονος του παππού της, πάντα τραγουδά για την ρετσίνα


Γράφει η Νανά Ιωαννίδου

Η γενιά μου μεγάλωσε μέσα σε γιορτές του Σεπτέμβρη, όταν ήταν η εποχή του τρύγου και του μούστου. Στον Πειραιά κοσμοχαλασιά στα χρόνια του ΄50 - '60. Χιλιάδες οι ταβέρνες, τα κρασοπουλιά, τα καρβουνιάρικα, τα μαγειρεία, οι μπακαλοταβέρνες.

Τον μήνα Σεπτέμβρη όλοι έβγαζαν τα βαρέλια στον δρόμο ή στις μεγάλες αυλές τους ή στα πεζοδρόμια, για να τα πλύνουν, να τα τρίψουν με τις βούρτσες να φύγει όλη η γλύνα, να τα καλαφατίσουν ειδικοί άνθρωποι και να κάνουν αποστείρωση του ξύλου από τους μικροοργανισμούς. Οι ταβερνιάρηδες μαζί με όλη την οικογένεια, επί ποδός πολέμου !

Παντού στις συνοικίες, στο κέντρο, σ΄ ολόκληρο τον Πειραιά, έβλεπες κι ένοιωθες αυτόν τον αναβρασμό να ασβεστωθεί, να στεγνώσει ο χώρος για να είναι έτοιμος να φέρει ο ταβερνιάρης τα καθαρά βαρέλια για να υποδεχθούν τον μούστο και να ετοιμάσουν τη ξανθιά ρετσίνα. Σαν παραμύθι θυμάμαι δύο φορές που παραβρέθηκα παιδί στο πατητήρι του τρύγου στα Μεσόγεια. Θα ήταν το '53 και '54. Άλλη εκεί κοσμοχαλασιά. Όλοι στον αγώνα να έρχονται τα σταφύλια από τον τρύγο, να τα ρίχνουν στο πατητήρι, να τα πατούν ολόκληρη η οικογένεια, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι με μπότες. Να προσέχουν την καθαριότητα σχολαστικά, επίπονη εργασία. Να πέφτει ο μούστος από το μικρό ρείθρο σ΄ ένα κοφίνι και από κει στην δεξαμενή, ώρες ολόκληρες. Να έχουν και το νου τους στα γράδα ! Κατά τις τρεις τα ξημερώματα όλοι ήταν εξαντλημένοι από τον ολοήμερο κάματο με την υπερένταση ζωγραφισμένη, όμως το έθιμο δεν άλλαζε ποτέ. Όλοι στο τραπέζι για κρασάτο κόκκορα κοκκινιστό, μακαρονάδα στις τρεις το πρωί. Ο μόχθος της ζωής ήθελε την χαρά της μέθεξης !

Ο μούστος είχε τις δικές του μετρήσεις. Αγόραζαν με τα κάρρα όπως έλεγαν εκείνη την εποχή. Μετά το τελείωμα όλων των εργασιών ύστερα από 30 - 40 μέρες ερχόταν του Αγίου Δημητρίου να ακούσουν τον θόρυβο της ντούγας να μπει η κάνουλα. Με το πρώτο σφυροκόπημα ήξεραν τι κρασί είναι ! Τότε τα κρασιά ήταν σαμπάνιες !

Ο Παππούς μου άνοιξε το πρώτο μπακαλοταβερνάκι του στην οδό Πύλης στον Πειραιά, πίσω από το γηροκομείο το 1908. Τελείωσε με μεγάλη ταβέρνα στο Μοσχάτο. Οι σημερινές γενιές στα αστικά κέντρα δεν ζουν την ζωγραφιά του μόχθου αλλά και τη χαράς, του τρύγος - μούστος - ρετσίνα. Τα σημερινά επώνυμα κρασιά, καμία σχέση με το τότε. Όπως ακριβώς κι η εποχή μας. Θυμάμαι... ο παππούς καμάρωνε κορδωτός για το καλό κρασί του και σαν γνήσιος γλεντζές κι αυτός, έπαιρνε την κιθάρα για να υμνήσει την "ξανθιά" του, σαν να τον ακούω ακόμα με την κόντρα τενόρο φωνή του: 

- Ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια, σκοτώνεις όλους τους καϋμούς και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια. Γι αυτό κι εγώ δεν θα τ΄ απαρνηθώ το ρετσινάτο χρώμα και θέλω να με θάψουνε, λόγω τιμής, με κάνουλα στο στόμα !

Εβίβα παιδιά, έστω και μ΄ εμφιαλωμένο !!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"