Από τις Πειραϊκές μου αναμνήσεις


Του Δημοσθένη Βουτυρά

Με όλες τις τρέλες μου, που ήταν άπειρες και που είχαν απελπίσει τον πατέρα μου, είχα κι ένα καλό. Τραγουδούσα. Και μ΄ έσερνε η μουσική. Όταν άκουγα την Φιλαρμονική του Πειραιώς να παίζει, έτρεχα να ακούσω. Και καθόμουν έως που τελείωνε. 

Τότε, όταν έπαιζε η μουσική στην Τερψιθέα (Περιβολάκι), μόνο παραμάνες με μωρά στην αγκαλιά και δουλικά έχοντας παιδάκια στην αγκαλιά τους άκουγαν. Κάποτε ήταν και κάποιες ξένες ή θα μαζευόντουσαν ναυτικοί που δεν είχαν δουλειά...

Μαζί με αυτούς και με αυτές και εγώ στην μέση. Οι φίλοι μου ούτε πλησίαζαν. Ίσως μάλιστα να τους έκανε ο ήχος της μουσικής να φεύγουν μακριά για να μην την ακούνε. Κ΄ εγώ στεκόμουν ώρες, χωρίς να κουράζομαι ακούγοντας. Και ποια μουσική μου άρεσε; Η βροντερή...

Όταν χτυπούσαν μαζί όλα τα όργανα και τα τύμπανα, οι γκραν κάσες χαλούσαν κόσμο, εγώ ενθουσιαζόμουν. Αυτή ήταν μουσική!
Όταν όμως έπαιζαν σιγά πιάνο, πιανίσιμο, εγώ στεναχωριόμουνα. Τι αηδία ήταν εκείνη; Πού η άλλη πριν!...

 Μια μέρα που έπαιζαν κομμάτια από μελόδραμα του Βάγκνερ, κι αυτός, έχει πολλά μέρη που βροντοκοπούν και ήμουν ενθουσιασμένος, με πλησίασε ένας φίλος μου μουσικός Άγγελος Αντζού, παιδί μουσικού και με ρώτησε με έκπληξη:

- Λοιπόν σ΄ αρέσει ο Βάγκνερ;
- Πάρα πολύ, του απάντησα
- Μωρέ, Μπράβο!

Απ΄ την ημέρα εκείνη η Αντζού με πήρε για μουσικό, ότι καταλάβαινα από μουσική και μου μιλούσε γι΄ αυτήν σαν να ήμουν μουσικός.

Και εγώ τον άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, κουνώντας σοβαρά το κεφάλι, ότι συμφωνούσα τάχα με ότι έλεγε.

Κείνη την εποχή στον Πειραιά λιγοστοί νέοι και λιγοστά κορίτσια ήσαν που εννοούσαν λίγο πολύ από μουσική. Στο θέατρο πάλι, μόνο το καλοκαίρι πήγαιναν. Και σ΄ αυτό τους είχε αναγκάσει να το συνηθίσουν η ζέστη του καλοκαιριού.

Μα και το τι γινόταν εκεί που πήγαιναν όταν παιζόταν κάτι σκανδαλιάρικο! Θυμάμαι μια σκηνή από την "Γκραν Βία" που κάποια λέει, πώς της έπεσε η καλτσοδέτα της και θέλει να σηκώσει την κάλτσα της. Και το λέει σε δύο στρατιώτες που την συνοδεύουν. Οι στρατιώτες, μόλις ακούνε αυτό, ανοίγουν τις ομπρέλες τους και τις βάζουν εμπρός της σαν ασπίδες για να την προφυλάξουν από τα αδιάκριτα βλέμματα και να δούνε μόνο αυτοί το θέαμα. Και η κόρη τότε σηκώνει το φόρεμά της....
Κείνη την στιγμή όλο το θέατρο, όλοι οι θεατές, σηκώθηκαν όρθιοι, γέροι, άντρες, νέοι, για να δούνε το θαύμα, ένα πόδι, και πολλοί ανέβηκαν στα καθίσματα, κάνοντας τους άλλους που ήταν πίσω να ουρλιάζουν! Είχαν λησμονήσει οι παντρεμένοι τις γυναίκες τους, οι γέροι τις γριές τους. Και μόνο έμειναν καθισμένες οι γυναίκες, χωρίς να βλέπουν ούτε την σκηνή. Τι να σκεπτόντουσαν οι δύστυχες;


Η προτομή του Δημοσθένη Βουτυρά στον Πειραιά
στην Πλατεία Δηλιγιάννη

Αν στους νέους των ευπόρων οικογενειών του Πειραιώς, βαθύ σκοτάδι υπήρχε για μουσική και τραγούδι, στους εργατικούς νέους δεν γινόταν το ίδιο. 
Παρέες είχαν σχηματισθεί αυτοδίδακτες και τραγουδούσαν αρκετά καλά! Τρεις ή τέσσερις ήσαν αυτές. Και μια είχε έναν καλό τενόρο, τον Βάσο τον Ανδριόφωνο, και μια άλλη έναν μπάσο, τον Φαραώ. 

Ύστερα σχηματίσθηκε κι ένα κόρο από φοιτητές που είχε έναν θαυμάσιο τενόρο τον Γιάννη τον Σακελλαρίου, παιδί του Παπαπέτρου. Κι ο αδελφός του ήταν τενόρος, αλλά σαν παρακλάδι του. 

Ένας άλλος της παρέας του, ο Βασίλης Θεοφιλόπουλος, που έκανε μπάσο, παρουσιάσθηκε ύστερα από καιρό, τενόρος! Είχε πάει στο Ωδείο της Λότνερ* κι εκεί τον έκαναν τενόρο! 
Το μπάσο όμως δεν του έφευγε από τον λαιμό....




Είχε πολλούς τενόρους τότε ο Πειραιάς. Και ένας από αυτούς ήταν και ο Φουμάκης, ο κουρέας. Μια φωνή, λυρικιά, ωραία...

Σχεδόν όμως όλοι απ΄ τον λαό. Υπήρχε συγχρόνως ένας όμιλος που δεν τραγουδούσε καλά, ξεφώνιζε, αλλά οι ζούρλες που έκανε όταν έβγαινε τις νύχτες απ΄ την ταβέρνα, τον είχαν κάνει διάσημο σ΄ όλο τον Πειραιά. Κι αυτός ο όμιλος ήταν του Σταύρου Νιώτη ή Ρουμπαμπά, υπαλλήλου του πατέρα μου. Και τον έλεγαν Ρουμπαμπά γιατί τραγουδούσε πάντα ένα γνωστό τραγούδι, λαϊκό, που λέγεται Ρουμπαμπά. Πολλές είναι οι ζούρλες αυτής της παρέας και μια από αυτές είναι και τούτη. 
Είχαν βγει από την ταβέρνα όλοι ξαναμμένοι κι έτοιμοι κάτι να κάνουν. Κάτι έπρεπε να γίνει. Είχαν μαζί τους και τον γιο του Ξανθού του φαρμακοποιού. Ο Ρουμπαμπάς ξαφνικά χτύπησε το μέτωπό του:
- Βρε, είπε, πρέπει να κάνουμε μια διόρθωση!
- Τι διόρθωση; ρώτησαν οι άλλοι
- Να...
Και τους είπε τι έχει σκεφθεί.
Ενθουσιάστηκαν που τ΄ άκουσαν και γρήγορα γύρισαν πίσω στην ταβέρνα. 
Σε λίγο φάνηκαν φορτωμένοι μια σκάλα.
Σιωπηλοί βάδιζαν. Ο Ρουμπαμπάς μόνο κάποτε έλεγε:
- Εκεί πρώτα!!
Και την έστησαν πρώτα έξω από το φαρμακείο του πατέρα του Ξανθού. Και ανέβηκαν και κατόρθωσαν να ξεκρεμάσουν την επιγραφή του. Ύστερα ξεκρέμασαν ενός ζαχαροπλαστείου και την έβαλαν στο Φαρμακείο! Έπειτα ξεκρέμασαν ενός Φερετροποιείου και την έβαλαν στο ζαχαροπλαστείο. Ύστερα έβαλαν την επιγραφή του Φαρμακείου στο Φερετροποιείο...

Εγώ δεν είχα ανάγκη να πιω για να τραγουδήσω. Μα ήμουν πάντα σαν να είχα πιει κρασί. Αυτό μου το είχαν απαγορέψει τότε και το είχα κόψει κι εγώ με όρκο! Μια βραδιά είχα μεθύσει και είχα τόσο εξαγριωθεί, που οι φίλοι μου με άφησαν κι έφυγαν. Κι εγώ μη έχοντας κάποιον να πιαστώ, πιάστηκα μ΄ ένα δέντρο...

Λοιπόν εγώ τραγουδούσα και οι φίλοι μου άκουγαν. Και άνοιγαν τα παράθυρα με όλο το κρύο που έκανε, και μορφές με νυχτικά φαινόντουσαν. Κάποτε άκουσα και χειροκρότημα...

Αλλά ένα καλοκαίρι κοντά στα ξημερώματα, που είχα αναστατώσει τη γειτονιά με την φωνή μου, ακούω ξαφνικά από ένα μπαλκόνι ντυμένο με σεντόνια μια χοντρή φωνή να μου λέει:

- Μωρέ δεν πας καλύτερα να κοιμηθείς;

Τον ήξερα αυτόν που μου φώναξε έτσι. Ήταν ένας μεγαλοχασάπης πλούσιος και λεγόταν Δημητρέλης. Γλεντζές φοβερός και τρομερός.
Αυτός, όταν γλεντούσε, βοηθούσε μαζί...και την Εθνική Τράπεζα και την Ιονική!
Έλεγε και τούφερναν ένα κερί αναμμένο, κι έβγαζε και έκαιγε αράδα εικοσιπεντάρια και κατοστάρικα!...  

(Το 1902 ο πατέρας του Δημοσθένη Βουτυρά, έφτιαξε εργοστάσιο σιδηρουργίας στο Νέο Φάληρο και ασχολήθηκε με τις οικοδομικές επιχειρήσεις. Όμως το 1905 το εργοστάσιο καταστράφηκε οικονομικά και ο πατέρας του αυτοκτόνησε. Συνεπώς ο συγγραφέας αναφέρεται σε αναμνήσεις μεταξύ των ετών 1904 -1905, αφού αναφέρει τον υπάλληλο Σταύρο Νιώτη (Ρουμπαμπά) που ήταν υπάλληλος του εργοστασίου του πατέρα του! Επίσης στην χρονολόγηση αυτή, βοηθάει και η αναφορά στο Ωδείο Λότνερ). 


*: ΩΔΕΙΟ ΛΟΤΝΕΡ:  Επρόκειτο για δημοφιλές Ωδείο της Αθήνας το οποίο δημιουργήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1903 υπό μορφή ανωτάτης μουσικής σχολής. Διευθύνονταν από την κυρία Λίνα Φον Λότνερ και είχε ως Καθηγητές τους Κάρολο Μπέμερ, Ι. Σάϊφερ, Ryter, κ.α. Στην συνέχεια μετονομάσθηκε σε Ελληνικό Ωδείο).

Η παρούσα ανάρτηση αφιερώνεται στον μελετητή του Δημοσθένη Βουτυρά, Δημήτρη Ραχούτη.



Σχετικές αναρτήσεις:

Η παράξενη ιδέα του Δημοσθένη Βουτυρά (καθώς και πλήρες βιογραφικό του συγγραφέα)

Ιστορία Φιλαρμονικής Δήμου Πειραιώς



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"