Χριστούγεννα στο Τουρκολίμανο (1966)



Του Χρήστου Λεβάντα

Σε μια απόμερη κόχη της μεγάλης πολιτείας, πλάι στη ράχη της, στον γραφικό όρμο του Τουρκολίμανου, η μεγάλη νύχτα των Χριστουγέννων πάει κι ανταμώνει μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που την περιμένουν χωρίς προετοιμασίες αλλά και χωρίς βαριά καρδιά! Τους ψαράδες!

Είναι τα πιο συμπαθητικά πρόσωπα στην πολυσύνθετη φιγούρα του Πειραιά. Ζούνε πίσω ακριβώς από την ράχη της πολιτείας, στο χαμηλό στεριανό πέταλο του Τουρκολίμανου, απ΄ όπου τίποτα δεν φαίνεται που να θυμίζει την ύπαρξή του, και έχουν την δική τους ζωή, τους δικούς τους παλμούς και την δική τους γλώσσα. 

Μεγάλο μεράκι τους η θάλασσα και λαχτάρα τους καθημερινή ο ασημένιος πλούτος της. Όλες οι άλλες συγκινήσεις και τα ενδιαφέροντα είναι ξένα προς αυτούς, όπως είναι ξένη και η θαλπωρή και τα θέλγητρα της οικογενειακής γωνιάς. Μέρα και νύχτα κινούνται στην υγρή άμμο, πλάι στις ψαρόβαρκες τα παντοειδή πλεούμενα σαν φαντάσματα και η ζωή τους είναι δεμένη με τους ανέμους και το πέλαγος. Μερικοί μένουν σε χαμόσπιτα και παράγκες πλάι στην παραλία, άλλοι όμως έρημοι και πεντάρφανοι στον κόσμο μέσα στις βάρκες τους και στα ψαροκάικα. Έτσι η νύχτα των Χριστουγέννων πάει και τους ανταμώνει κάτω από το νοτισμένο μουσαμά της ψαρόβαρκας ν΄ αναπαύουν το κορμί τους ή μέσα στις παράγκες. 

Είναι τόσο σκληρή και πεντάρφανη η ζωή τους που ο γραφικός αυτός Πειραιώτικος μώλος δονείται πολλές φορές από τις απηχήσεις της. Πότε ο πνιγμός ενός ψαρά, πότε η δραματική περιπέτεια ενός άλλου στην ανοικτή θάλασσα, πότε ένας απροσδόκητος χαμός. Εδώ και 20 χρόνια, τα Χριστούγεννα του 1946, βρέθηκε νεκρός και παγωμένος απ΄ τα όργανα του Λιμενικού φυλακίου στην ψαρόβαρκα του ένας ψαράς, άρρωστος βαριά από καιρό. Η σχετική επίσημη αναφορά με λίγα λόγια έδινε το δράμα του. Ο πεντάρφανος αυτός ψαράς έπασχε από φυματίωση κι όλες οι προσπάθειες των αρχών για να τον μπάσουν σε κάποιο νοσοκομείο είχαν αποβεί μάταιες. Έτσι ο ψαράς πέθανε μέσα στην βάρκα του και μάλιστα τη Χριστουγεννιάτικη νύχτα. 
Δεν είναι η μόνη ιστορία της φτώχειας αυτών των ανθρώπων. Όταν τους συναντήσετε τις ψαράδικες ταβερνούλες του μώλου με το ωχρό φως του γκαζιού να βρέχουν το ξερό στόμα τους μ΄ ένα ποτήρι ρετσίνα ή στον "Γλάρο", το σωματείο τους, θ΄ ακούσετε απλά και μοναχά στα μάτια τους, θα δείτε να παιχνιδίζουν μερικές σκιές που θα προδίδουν την εικόνα της ψυχικής τους αναταραχής.


Οι ψαράδες του Τουρκολίμανου δουλεύουν πιο πολύ στα γρι - γρι. Μ΄ αυτά δένονται οι βιοποριστικές λαχτάρες τους. Γι΄ αυτό και όταν αναφέρονται στα ζητήματά τους, γι΄ αυτά θα κάνουν περισσότερο λόγο. Είναι κι άλλοι που δουλεύουν τη νύχτα με τις βαρκούλες τους, ειδικευμένοι σε διάφορες μεθόδους αλιείας. Μα κι αυτοί στις εποχές των μεγάλων αλιευτικών εξορμήσεων αφήνουν τα πυροφάνια και τις συρτές και "τσουρμάρουν" στα γρι - γρι που αποδίδουν ασφαλέστερα το ψωμί τους. Αυτή την εποχή δουλειά δεν υπάρχει στο Τουρκολίμανο. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν "περάσματα" αλλά και κάτι τέτοιες μέρες οι εργοδότες τους, δένουν τα σκάφη τους, φρεσκάρουν τα καΐκια τους κι έτσι -όπως μας λένε οι ψαράδες- ξεφεύγουν κι απ΄ τις υποχρεώσεις των έκτακτων επιδομάτων.

Το αποτέλεσμα είναι τα Χριστούγεννα να φθάνουν πιο μελαγχολικά γι΄ αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους. Άλλοι προσπαθούν να περάσουν τις μέρες τους με μικροοικονομίες κι άλλοι -όσοι έχουν οικογένειες- μπαίνουν στα χρέη. Γι΄  αυτό και το παράπονό τους απέναντι στην πολιτεία είναι τρανό. Χρόνια ακούνε για προστασία της αλιείας. Χρόνια διαβάζουν υποσχέσεις που θα βελτιώσουν την ζωή και την απόδοση του κλάδου τους, που θα οργανώσουν καλύτερα την αλιευτική οικογένεια. Και όμως ουσιαστικά δεν είδαν ακόμα τίποτα, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις που σημειώθηκαν με την ενίσχυση της Αγροτικής Τράπεζας, σε αλιεργατικούς συνεταιρισμούς. Όμως ούτε οι περιπτώσεις αυτές ολοκληρώθηκαν σε σύστημα, σε πρόγραμμα προστατευτικό, ούτε ο μεγαλύτερος εχθρός του ψωμιού τους, η ανεμότρατα, έπαψε να εξοντώνει τον ενάλιο πλούτο μας, να θερίζει κυριολεκτικά τον γόνο από τα βάθη των θαλασσών μας. Και είναι το παράπονο τούτο, όχι μόνο των ψαράδων του Τουρκολίμανου, αλλά και των ψαράδων της Κούλουρης, του Ευβοϊκού και του Θερμαϊκού, που βλέπουν με την πάροδο του καιρού να απογυμνώνονται οι ελληνικές θάλασσες και να ρημάζεται ο κλάδος τους...

Ας ακούσει λοιπόν η πολιτεία τη φωνή τους κι ας τους δώσει τα μέσα να χαίρονται κι αυτοί όχι μέσα στις παράγκες του μώλου και τις ψαρόβαρκες, αλλά πλάι στο τζάκι κάποιου σπιτιού που θα σκεπάζει τους δικούς τους, τις μεγάλες μέρες και τις μεγάλες νύχτες της Χριστιανοσύνης!  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"