Φανούρη, Φανουράκη μου, κάνε το χατηράκι μου



Δραπετσώνα, 5 Νοεμβρίου 2014
"Ώρα 3 Μεσονυκτίου"

Αγαπητοί, Φίλοι και Φίλες

Πρώτα ρωτάω για την υγεία σας. Εύχομαι να είστε όλοι καλά, πνευματικά και σωματικά.
Αυτή τη στιγμή που σας γράφω είμαι και εγώ καλά. Μετά δεν ξέρω...
Σας γράφω την παραμονή ενός μεγάλου γεγονότος για τη ζωή μου. Γεννήθηκα στη Δραπετσώνα, κοντά στον Άγιο Φανούριο.

Οκτώ ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι καμπάνες του Αγίου Φανουρίου χτυπούσαν ασταμάτητα, ειδοποιώντας τους κατοίκους της Δραπετσώνας, για τις τυχόν επιδρομές των εχθρικών αεροπλάνων, των Ιταλικών δηλαδή. Γεννήθηκα λοιπόν με κωδωνοκρουσίες, βροντές και αστραπές.


Όποιος δεν ξέρει τη Δραπετσώνα δεν ξέρει και τον Άγιο Φανούριο. Αη Φανούργον Φανουράκι τον έλεγε η αείμνηστη κυρά Ρήνη Ρασπίτσου, η νεοκόρισσα που πέθανε πριν 9 μήνες πλήρης ημερών (104 ετών). Μάνα πολύτεκνη, καραβοτσακισμένη. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και την κυρά Ρήνη, να υπηρετεί μικρούς, μεγάλους, νέους, γέρους, τους ιερείς, τους ιεροψάλτες και όλον τον κόσμο που μπαινόβγαινε ασταμάτητα στο Ναό. Όλοι κάτι ζήταγαν, όλοι κάτι ήθελαν. Και εκείνη πάντα πρόθυμη μια στο ιερό μια στο ψαλτήρι, έδωσε τη ζωή της εκεί που ήταν η καρδιά της !!!

Φανούρη, τον έλεγε ο άντρας μου και σύντροφος στη ζωή. Στην εκκλησία δεν πήγαινε παρά μόνο στις κηδείες, στους γάμους και στα βαφτίσια και για κανένα πιστοποιητικό. Πήγαινε όμως τις ημέρες που δεν είχε κόσμο, άναβε τρία κεριά και έλεγε: "Φανούρη, άμα θέλεις κάντο, και άμα μπορείς κι αν δεν τον κάνεις εσύ ξέρεις."

Αυτός ο άνθρωπος που δεν πήγαινε στην εκκλησία, χτύπαγε πόρτες άγνωστων σημαντικών ανθρώπων και με τον τρόπο του, κατάφερνε να βρει λύση σε προβλήματα φίλων και γνωστών, χωρίς χρήματα. Και σε άλλα θέματα, όπως μαθήματα σε παιδιά που δεν είχαν χρήματα, μεσολαβήσεις σε επώνυμους για λύσεις προβλημάτων. Ο Θεός να τον αναπαύσει.

Ο Άγιος Φανούριος είναι τόσο δεμένος με τη ζωή μας των Δραπετσωνιτών και δύσκολα μπορεί να τον καταλάβει ένας ξένος..

Το 1922, οι γονείς μας διωγμένοι από την πατρίδα τους στην Μικρά Ασία, ήρθαν ... διακοπές στην Ελλάδα, συνωστιζόμενοι. Το καράβι "Σεμίραμις" που τους ξέβρασε στον Πειραιά, τους παράτησε στην αποβάθρα. Εκεί ούτε μουσική τους περίμενε, ούτε κανένας επίσημος τους έδειξε το ξενοδοχείο που θα έμεναν, ούτε και καμιά λιμουζίνα.

Δεν ήξεραν που να πάνε και που να σταθούν. Διωγμένοι και κλαίγοντας τους νεκρούς και τους εκτελεσμένους που άφησαν πίσω τους. Με τα λίγα υπάρχοντά τους που οι Τούρκοι τους επέτρεψαν να πάρουν. Η γιαγιά μου Ειρήνη με την κόρη, το γιο της και τα αδέλφια της, φόρτωσαν τα πράγματά τους σε ένα κάρο και σε λίγα λεπτά βρέθηκαν στο βράχο της Δραπετσώνας. Κάποιοι συγγενείς τους φιλοξένησαν σε ένα μικρό σπιτάκι.

Δεκαεπτά άτομα σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στα Λιπάσματα. Έκλαιγαν για αυτά που άφησαν και για αυτά που βρήκαν και για αυτά που τους φύλαγε ο Θεός να ζήσουν. Σκούπισαν τα δάκρυα τους. Ζώστηκαν με την πίστη στο Θεό και την ελπίδα και με την αγάπη για δουλειά και έβαλαν πλώρη για το μακρύ δρόμο της λησμονιάς.... και της ζωής. Οι δικοί μου ήρθαν από τον Πόντο. Κρυμμένα στις αποσκευές τους είχαν τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας τους της Υπαπαντής. Τα πήραν και τα πήγαν στον Άγιο Διονύση στο λιμάνι. Τα πήγαν για φύλαξη γιατί πίστευαν ότι θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια, στις εκκλησίες και στα σχολεία τους.  Η τελευταία μέρα του 1922. Παράλληλα με αυτούς ήρθε πολύς κόσμος από τη Σμύρνη, από την Καππαδοκία και από όλα τα μέρη της Μικράς Ασίας.

Από τη Σμύρνη ήρθαν πολλές οικογένειες. Μαζί ήρθε και ο Παπατσάκαλος. Το ακριβές όνομά του ήταν Μιχαήλ Τσαγκρίδης. Αυτός έφερε μαζί του την εικόνα του Αγίου Φανουρίου.

Με την οικογένεια του έστησε ένα αντίσκηνο και στέγασε και τον Άγιο μας. Αγιός μας είναι. Είναι στο τραπέζι μας, στον ύπνο και στον ξύπνιο μας. Και βέβαια οι πίτες του χορταίνουν συνέχεια τον κόσμο. Ότι αίτημα μπορείτε να φανταστείτε θα το ακούσετε.

Άγιε βρες το γάτο μου. Άγιε μου να περάσει ο γιος μου στις εξετάσεις του ή να βγουν καλές οι εξετάσεις στο γιατρό. Να μπω σε σχολή. Να βρω καλή δουλειά. Να παντρευτεί η κόρη μου. Να μη χωρίσει ο γιος μου. Η μαμά μου έλεγε. Άγιε Φανούριε πρόφτασε. Που είναι το βελονάκι μου. Που έβαλα τα γυαλιά μου. Που αυτό που εκείνο.

Η γιαγιά μου η Μαρίκα έπαιρνε το κλειδί της μεγάλης πόρτας του Αγίου και Δευτέρα πρωί πριν πάει κανείς στην εκκλησία, πήγαινε πρώτη μαζί με μια κοπέλα που ήθελε να παντρευτεί και έλεγε στα ποντιακά "Αη Φανούργο έβρε έναν καλόν παιδάν για τατό το κορτσόπον." Δηλαδή, βρες ένα καλό παιδί για αυτό το κοριτσάκι. Και ο Άγιος έπραττε αναλόγως.
Δώδεκα χρονών χτύπαγα την καμπάνα. Κα-τη-χητικό κατηχητικό. Επάνω στο καμπαναριό, όχι από κάτω.

Η ευλογία του Αγίου είναι και σήμερα τόσο μεγάλη που από τα γεύματα του χορταίνουν 254 άνθρωποι. Για την προετοιμασία των γευμάτων συμβάλουν οι ιερείς του ναού, το προσωπικό του ναού, η φιλόπτωχη επιτροπή και οι πολίτες που προσφέρουν από το υστέρημά τους. Κάθε Τετάρτη, ο ναός συνήθως έχει περισσότερο κόσμο, εξαιτίας της λαϊκής και είναι η μέρα που οι περισσότεροι προτιμούν να φέρνουν τις πίτες, αλλά και τις άλλες μέρες αν πάτε σίγουρα θα βρείτε μια πίτα να δοκιμάσετε.

Πολυξένη

Η φωτογραφία της ανάρτησης είναι της Βούλας Παπαϊωάννου, φέρει τίτλο "Συσσίτιο στην Στέγη Δραπετσώνος" 1942 - 43. Από τις συλλογές και αρχεία του Μουσείου Μπενάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"