Αντισθένης ο Κυνικός ο εκ Πειραιώς Πεζοπόρος

ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ Ο ΕΚ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Μετά τον θάνατο του Σωκράτη οι μαθητές του διαιρέθηκαν σε τρεις διαφορετικές ομάδες. Την Κυνική, την Ακαδημαϊκή και την Κυρηναϊκή. Αρχηγός των Κυνικών έγινε ο Αντισθένης. Υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με την ονομασία "Κυνικοί" με την πλέον επικρατούσα εκείνη που υποστηρίζει, πως έλαβαν αυτό το όνομα επειδή συναθροίζονταν σε μια περιοχή των Αθηνών, έξω από την οχύρωση της πόλης, που καλείτο Κυνόσαργες.

Ο Αντισθένης γεννημένος το 444 π.Χ., ήταν γιος Αθηναίου και μιας δούλης από την Φρυγία. Επειδή λοιπόν η μητέρα του δεν ήταν Αθηναία, αυτό δημιουργούσε στους άλλους κίνητρο για να τον κοροϊδεύουν επαναλαμβάνοντας διαρκώς για την Φρυγία. Εκείνος τότε απαντούσε:
-"Και τι με αυτό; Μήπως και η Ρέα, η μητέρα των θεών, δεν ήταν από το ίδιο μέρος;" 


Καθώς ήταν εύγλωττος είχε αρχικά δημιουργήσει δική του σχολή η οποία ήταν πανελλήνια γνωστή και από όλα τα μέρη έρχονταν για να τον ακούσουν. Αρχικά στην σχολή αυτή δίδασκε όσα είχε και εκείνος διδαχθεί από τον Γοργία που ήταν ο πρώτος του δάσκαλος. Όταν όμως μια ημέρα άκουσε τον Σωκράτη να αγορεύει, γοητεύτηκε τόσο, που διέλυσε την σχολή του και έστειλε όλους τους μαθητές του να παρακολουθούν τις διαλέξεις του. Η λατρεία του για τον Σωκράτη, ήταν τόσο μεγάλη που αν και η κατοικία του ήταν στον Πειραιά, περπατούσε κάθε ημέρα απόσταση σαράντα στάδια, προκειμένου να ανεβαίνει στην Αθήνα για να τον ακούει. Γιαυτό και στην εποχή του αν και ήταν γεννημένος στην Αθήνα, ήταν γνωστός και ως "Εκ Πειραιώς πεζοπόρος".

Ο Αντισθένης ήταν σκληρός με τους μαθητές του και όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί φέρεται έτσι εκείνος απάντησε:
- "Μήπως και οι ιατροί δεν φέρονται κατά τον ίδιο τρόπο προς τους ασθενείς τους;"

Οι Κυνικοί ήταν γνωστοί γενικά για τον αυστηρό τρόπο ζωής τους. Δεν έτρωγαν παρά όσπρια και φρούτα. Έπιναν μόνο νερό. Κοιμόντουσαν στην γη, καταφρονούσαν όλα τα υλικά και τα πλούτη. Ο Αντισθένης ουδέποτε ξύρισε την γενειάδα του και έδινε την εντύπωση κυριολεκτικά ζητιάνου, λόγω της εμφανίσεώς του. Ως υπέρτατη αξία δεχόταν μόνο την ηθική, ενώ όλα τα υπόλοιπα τα θεωρούσε άχρηστα. Ωστόσο κατά την μάχη της Τανάγρας (το 426 π.Χ.), ο Αντισθένης έδειξε μεγάλη ανδρεία, τόσο που και ο ίδιος ο Σωκράτης είχε χαρεί πολύ. Ακόμα και τότε όμως οι Αθηναίοι τον πείραζαν, καθώς ισχυρίζονταν πως μόνο οι αυτόχθονες μπορούσαν να είναι ήρωες στις μάχες. 
- "Μοιάζετε σαν τις χελώνες και τα σαλιγκάρια", τους είπε ο Αντισθένης, "που μένουν πάντοτε στους τόπους που θα γεννηθούν". 

Εκείνους που απέφευγε ο Αντισθένης, ήταν οι άνθρωποι του φθόνου. Κατατρώγονταν έλεγε, από το ίδιο τους το πάθος, σαν το σίδηρο που γεννά σκουριά. Μάλιστα έλεγε ότι εάν έπρεπε να διαλέξει αν θα έπρεπε να γίνει κοράκι ή φθονερός άνθρωπος, θα διάλεγε να γίνει κοράκι. Κι αυτό διότι το κοράκι τρώει μόνο πεθαμένους, ενώ οι φθονεροί άνθρωποι κατασπαράζουν τους ζωντανούς.

Κάποιος τον ρώτησε:
- "Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος γίνεται αιτία να καταστραφούν πολλοί δυστυχείς;"
- "Ναι" απάντησε ο Αντισθένης "αλλά και δημιουργεί περισσότερους από ότι καταστρέφει"

Για την φιλία είπε:
- "Δεν υπάρχει δεσμός πιο δυνατός από τον δεσμό της αρετής. Για αυτό έναν τίμιο φίλο πρέπει να τον τιμούμε περισσότερο από έναν συγγενή."

Ο Αντισθένης διατήρησε μέχρι τέλους την αγάπη του για τον Σωκράτη και ήταν απαρηγόρητος για τον άδικο θάνατο του μεγάλου του δασκάλου. Κάποιοι μαθητές του Σωκράτη από τον Εύξεινο Πόντο, ήρθαν μετά τη θανάτωσή του, μη πιστεύοντας τον θάνατο του δασκάλου τους. Φυσικά δεν τον βρήκαν καθότι είχε θανατωθεί. Τότε τους παρέλαβε ο Αντισθένης και τους οδήγησε προς τον κατήγορο του Σωκράτη, τον Άνυτο, ο οποίος ήταν και η αφορμή που καταδικάσθηκε ο μεγάλος δάσκαλος. Ο Αντισθένης τον έδειξε και είπε:
- "Να ένας πολύ πιο σοφός από τον Σωκράτη, αφού αυτός είναι που τον κατηγόρησε."

Τότε οι μαθητές του Πόντου βλέποντας ότι ο κατήγορος ήταν ρηχός σκέψεως (βυρσοδέψης στο επάγγελμα και πολιτικός) και δεν μπορούσε να απαντήσει σε καμιά από τις ερωτήσεις τους τον καταδίωξαν, ενώ έναν άλλο κατήγορο του Σωκράτη τον Μέλητο, τον θανάτωσαν επί τόπου. (Ο Άνυτος είχε στο παρελθόν αρνηθεί να στείλει τον γιο του ως μαθητή του Σωκράτη και προτίμησε να τον κάνει βυρσοδέψη).

Ο Αντισθένης λόγω των στερήσεων ασθένησε. Μπήκε λοιπόν στον κοιτώνα του ο μαθητής του ο Διογένης κρατώντας ένα ξίφος στο χέρι του. Μόλις ο Αντισθένης τον είδε είπε:
- "Πότε λοιπόν Διογένη, θα με απαλλάξεις από τα δεινά μου;"
- "Αυτό" είπε ο Διογένης, "θα σε απαλλάξει", δείχνοντας το ξίφος που κρατούσε.
- "Μα εγώ", είπε ο Αντισθένης, "ζήτησα να ελευθερωθώ από τα δεινά μου, όχι από την ζωή μου!"

Δυστυχώς ο Αντισθένης πέθανε τελικά από εκείνη την ασθένεια που ο κόσμος καλούσε φθίση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"