Το Πάσχα στον Πειραιά μιας άλλης εποχής.

     
     
Του Στέφανου Μίλεση
     
     Καθώς οι μέρες των εορτών του Πάσχα πλησιάζουν ολοένα και λιγότεροι κάτοικοι παραμένουν στην πόλη μας, στον Πειραιά. Οι περισσότεροι, που ήταν ακόμα πιο πολλοί πριν από την κρίση, έχουν ήδη μεριμνήσει για την «απόδρασή» τους, όπως λέγεται, είτε σε εξοχικά, ξενοδοχεία, πανσιόν, ενοικιαζόμενα δωμάτια, είτε σε σπίτια φίλων και οικογενειών, όπου μπορεί τέλος πάντων ο καθένας να δραπετεύσει. 
Στην αγορά το 1896
Βεβαίως αυτό το συνήθειο της πασχαλινής απόδρασης είναι μεταπολεμικό, καθώς τα παλαιότερα χρόνια ουδείς επιθυμούσε να απομακρυνθεί από τον Πειραιά, καθώς και εδώ ζούσε έντονα τις εορτές, αφού κι εδώ επικρατούσαν οι πασχαλινές συνήθειες, κι εδώ η πόλη ζούσε στον κατανυκτικό ρυθμό της Μεγάλης Εβδομάδας, με τις συνήθειες και την ιεροτελεστία που κάθε ημέρα απαιτούσε. Στον προπολεμικό Πειραιά των μονοκατοικιών με τις αυλές και τα κεραμίδια, η Άνοιξη έκανε αισθητή την παρουσία της μέσα από τις γαληνεμένες θάλασσες, το παρατεταμένο φως της ημέρας, τις μυρουδιές των δένδρων και των λουλουδιών και αυτή την ατμόσφαιρα που ανεξήγητα μόνο την περίοδο του Πάσχα επικρατεί.   

Κοσμοσυρροή στην υπαίθρια αγορά της Πλατείας Καραϊσκάκη το 1939

Τα σπίτια που τις καθημερινές ακολουθούσαν το πυρετώδη ρυθμό της καθημερινότητας, έμπαιναν κι αυτά σε έναν άλλο ρυθμό, το Μεγαλοβδομαδιάτικο. Να βαφτούν τα αβγά, τα αγοραστούν από τη Δημοτική αγορά τα απαραίτητα για το πασχαλινό τραπέζι, να προμηθευτούν τα σκούρα κεριά που ακολουθούσαν το πένθιμο της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και τα λευκά τα «αναστάσιμα». Οι πατεράδες κατασκεύαζαν χάρτινα φαναράκια για τα παιδιά τους που ήταν απαραίτητα για τη μεταφορά του αναστάσιμου φωτός στο σπίτι ή για να τα κρεμάσουν έξω από αυτό αν το σπίτι βρισκόταν στην διαδρομή του Επιταφίου, τον οποίο μάλιστα κατά τη διέλευση, έραναν με κολόνιες και ροδοπέταλα που πετούσαν από μπαλκόνια, εξώστες και παράθυρα. 
Με το βέλος έχει σημειωθεί ο Δικαστικός Κλητήρας που φέρει το χαρακτηριστικό κόκκινο πανωφόρι, γιαυτό και έμειναν ως οι Κλητήρες με τα κόκκινα. Στην απεικόνιση βρίσκεται να περιπολεί μπροστά από το σπίτι του Τρύφωνα Μουτσόπουλου στην Φίλωνος.

Προπολεμικά ο Γ. Μπουκουβάλας (F1) αναφέρει πως το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, στην Πλατεία Καραϊσκάκη (στου Τζελέπη) υπήρχαν καζάνια υπαίθρια στην σειρά πάνω από αναμμένα ξύλα. Μέσα σε αυτά κοκκινιζόντουσαν σε μπογιά εκατοντάδες αυγά. Κόσμος πολύς πήγαινε στου Τζελέπη και αγόραζε τα έτοιμα κόκκινα αυγά, παρότι πιστεύουμε σήμερα πως τα παλιότερα χρόνια δεν τα αγόραζαν ποτέ έτοιμα! Κι όμως πολλοί και τότε ήθελαν να αποφύγουν την διαδικασία του βαψίματος. Τα κόκκινα αυγά πωλούνταν τότε έξι λεπτά το ένα ενώ τα άβαφα μια πεντάρα! Συνεπώς η διαφορά στην τιμή ήταν ελάχιστη. Μερικές οικογένειες αγόραζαν άβαφα τα αυγά όχι για να τα βάψουν εκείνες, αλλά για να τα φάνε έτσι, καθώς θλιβερά περιστατικά είχαν συμβεί σε αυτές και δεν ήταν επιτρεπτό να βάψουν αυγά!

Από το απόγευμα του Μ. Σαββάτου και όσο πλησίαζε το μεσονύκτιο τόσο πύκνωναν στις πλατείες, στους δρόμους και στις αλάνες, τα βαρελότα, τα τρίγωνα, οι τρακατρούκες και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κάνει εκραγεί. Οι επίδοξοι αυτό «μπουρλοτιέρηδες» είχαν καθιερώσει ως κανόνα απαράβατο του εθιμικού δικαίου να προκαλούν εκρήξεις που δονούσαν τη μικρή πολιτεία. Το εθιμικό τους δίκαιο ήταν ισχυρότερο και επικρατούσε κάθε άλλης δημοτικής ή αστυνομικής διάταξης. Ο Πειραιάς τότε εκτός της Άνοιξης, μύριζε και μπαρούτι! Και καθώς πρόκειται για πολιτεία θαλασσινή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την εορτή το υγρό στοιχείο. Η θάλασσα του Πειραιά εκτός που από όλες είναι πιο βαθιά, όπως λέει και το σχετικό τραγούδι, υπήρξε και η πιο «εκρηκτική» καθώς σε αυτή, αδιάκοπα οι ψαράδες έριχναν δυναμίτες με σκοπό να σηκώσουν τους ψηλότερους πίδακες, σε έναν ακήρυχτο διαγωνισμό που είχαν αναμεταξύ τους. Οι ψαράδες του Πασαλιμανιού, σε όλη την δεκαετία του 1930, συναγωνίζονταν για τον ψηλότερο πίδακα, μέχρι που σημειώθηκαν τόσα δυστυχήματα με νεκρούς και ακρωτηριασμένους που όσο μεγάλωνε η λίστα των σκοτωμένων ψαράδων, τόσο το «έθιμο» εξασθενούσε.  Και μέχρι να επαλειφθεί τελείως, είχε αφήσει πολλά θύματα πίσω του.


Αποκορύφωμα όλων των εκρήξεων, ήταν φυσικά το «Κάψιμο του Ιούδα» (Γιούδα) που συνέβαινε στη συνοικία των Κρητών Πειραιώς, δηλαδή στα λεγόμενα Κρητικά, στο σημερινό Προφήτη Ηλία. Έξω από το μικρό ακόμα ναΐσκο, έκαιγαν τον Γιούδα τον Ισκαριώτη. Η αλήθεια βεβαίως ήταν, ότι στο διάβα των ετών, το κάψιμο μετατράπηκε σε ανατίναξη! Κι αυτό καθώς τον παραγέμιζαν με εκρηκτικά και στη συνέχεια τον πυροβολούσαν από απόσταση. Κανείς όμως δεν γνώριζε με πόσα πυρομαχικά τον είχαν «παραγεμίσει», με αποτέλεσμα όταν αυτός έσκαγε, να ήταν πραγματικά επικίνδυνος καθώς η απόσταση που άφηνε το πλήθος του κόσμου δεν ήταν ποτέ αρκετή!  Και σα να μην έφτανε μόνο αυτό, αλλά υπήρχαν και οι γονείς που έβαζαν τα παιδιά τους στην πρώτη σειρά για να μη χάσουν το θέαμα της τιμωρίας του «Ιούδα» με αποτέλεσμα δυστυχώς αυτά να τραυματίζονται πιο πολύ και πιο συχνά από τους υπόλοιπους παρευρισκομένους.



Την Κυριακή του Πάσχα από το πρωί όλος ο Πειραιάς ήταν σα να είχε πάρει φωτιά! Για τους περισσότερους Έλληνες, το Πάσχα ήταν η εορτή των εορτών! Τα σπίτια που όπως ήδη αναφέραμε ήταν μονοκατοικίες, που διέθεταν μάντρες, αυλές κήπους έστω και μια μικρή πίσω αυλή. Εκεί λοιπόν άναβαν την φωτιά, άλλοι απευθείας στο χώμα, άλλοι σε μισά βαρέλια και δίπλα έστρωναν το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και ξεκινούσε το γλέντι. Όταν το σπίτι ήταν δίπατο ή τρίπατο ή είχε πολλά δωμάτια που έβλεπαν σε μια κοινή αυλή, τότε όλοι μαζί συγκεντρώνονταν σ΄ αυτήν και το γλέντι ήταν ομαδικό. Εάν το σπίτι δεν διέθετε αυλή, οι νοικοκυραίοι έσκαβαν ένα λάκκο μπροστά από την πόρτα, στον δρόμο που ήταν τότε χωματόδρομος και εκεί έψηναν το αρνί.



Τα πρώτα χρόνια της Πειραϊκής πολιτείας, από το 1835 δηλαδή και μετά, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονταν από νησιά, εκεί δεν είχαν το έθιμο της σούβλας, έθιμο που κατά κύριο λόγο ήταν της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι περισσότεροι νησιώτες είχαν το συνήθεια της «στάμνας». Φούρνιζαν (στάμνιζαν) το κατσικάκι μέσα σε μια πήλινη στάμνα, κομμένη κατά μήκος. Τελικά όμως το έθιμο της σούβλας επικράτησε και στους νησιώτες.


"Η αγορά". Πίνακας του ζωγράφου Βασ. Γερμενή


Οι Πειραιώτες δεν αρκούνταν στο δικό τους γλέντι αλλά έκοβαν βόλτες και στους διπλανούς για να πάρουν έναν μεζέ, να πιουν κι ένα κρασάκι παραδίπλα, να μάθουν και τα νέα των γειτόνων. Υπήρχε ένα έθιμο σχετικά με τη «πλάτη του αρνιού», έθιμο με προέλευση πιθανόν από την αρχαία εποχή. Κάποιοι που ισχυρίζονταν πως γνώριζαν να διαβάσουν τα μελλούμενα από την «πλάτη του αρνιού» περιέρχονταν τα σπίτια και με ένα μικρό φιλοδώρημα διάβαζαν τις πλάτες και προέβλεπαν υποτίθεται το μέλλον του σπιτιού και των νοικοκυραίων του.

Όλα τα τραπέζια όμως και η κρασοκατάνυξη γινόταν με μέτρο καθώς το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα ακολουθούσε η εορτή της «Αγάπης», αλλά και κάτι που σήμερα δεν υπάρχει. Επίσκεψη στο νεκροταφείο όπου ψέλνονταν δεήσεις υπέρ των νεκρών και αντί για κόλλυβα μοιράζονταν κόκκινα αυγά και κουλούρια. Λέγεται πως το έθιμο αυτό αφενός συμβόλιζε τη βεβαιότητα των χριστιανών στην ανάσταση των πεθαμένων προσφιλών προσώπων, είχε όμως και ρίζες ιστορικές. Όταν το 1827 επί Επαναστάσεως ακόμη, κάποιοι από τους πολιορκούμενους  Έλληνες της Ακρόπολης επιχείρησαν να εξέλθουν κατά τη διάρκεια της Μεγάλη Εβδομάδος, κατεσφάγησαν. Τότε την Κυριακή του Πάσχα που ακολούθησε όλοι οι Αθηναίοι κυκλοφορούσαν έχοντας πάνω τους κόκκινα αβγά τα οποία τσούγκριζαν δημόσια ώστε να δείξουν την περιφρόνησή τους στον Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή) και στους Τούρκους, αλλά και την πίστη τους στην αναγέννηση της πατρίδας και στο αίμα των πεσόντων πολιορκούμενων.

Οι πρόγονοί μας μέχρι και την εποχή των πατεράδων μας ή των παππούδων μας, συνήθιζαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα να τρώνε ελάχιστα. Νηστεία για αυτούς δε σήμαινε μόνο αποχή από συγκεκριμένα είδη φαγητών αλλά αποχή από κάθε ευχαρίστηση. Διασκεδάσεις και ψυχαγωγίες παραμερίζονταν. Οι νοικοκυρές φρόντιζαν να κάνουν τις εργασίες του σπιτιού από πριν και τη Μεγάλη Εβδομάδα απείχαν από κάθε είδους εργασία του σπιτιού. Πλυσίματα, ασβεστώματα είχαν γίνει από πριν. Θυμάμαι τον παππού μου, μανιώδη καπνιστή, που σε όλη την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος διέκοπτε το κάπνισμα! Αυτό τον ευχαριστούσε... αυτό έκοβε. Δεν ήταν ιδιαίτερα λάτρης του φαγητού. Το τσιγάρο όμως δεν το έβγαζε από το στόμα του! ή μάλλον το έβγαλε... Τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Νηστεία είναι να απέχεις από ό,τι σε ευχαριστεί.... Άπαντες μόνο μια εργασία είχαν την Εβδομάδα των Παθών. Να παρακολουθούν στην εκκλησία με ευλάβεια και ταπεινότητα τις λειτουργίες για να φτάσουν στο χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης με την απαραίτητη ψυχική προετοιμασία. 

 Δυστυχώς σήμερα πολλά από τα έθιμα που χαρακτήριζαν μια ολάκερη εποχή για τον Πειραιά πέρασαν και ο σημερινός Πειραιάς του τσιμέντου και της πολυκατοικίας, όπως και ο περισσότερες σύγχρονες πόλεις άλλωστε, δεν αφήνει χώρο ελεύθερο για να τηρούνται τα έθιμα του Πάσχα. Αλλά και άνθρωποι άλλαξαν καθώς όλοι σήμερα προτιμούν μια «δραπέτευση» σε κάποια εξοχή. Άλλωστε σήμερα σπανίζουν και οι αυλές και οι μονοκατοικίες.     

F1: Εφημερίδα "Εθνική" φ. 9 Απριλίου 1939  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"