Στο χωρίον Πειραιεύς (1836 - 1841)



του Στέφανου Μίλεση

Το «χωρίον Πειραιάς» του 1836 αγωνιζόταν να εμφανιστεί ξανά από τη λήθη της ιστορίας. Οι μετακινήσεις τόσων διαφορετικών σε νοοτροπία ανθρώπων από διαφορετικές επαρχίες της Ελλάδας, μετακινήσεις που συνοδεύονταν από στερήσεις και κακουχίες, η πίκρα και η έλλειψη της απαραίτητης ιατρικής περίθαλψης δημιουργούσαν μια κατάσταση παράξενη καθώς οι έποικοι μετανάστευαν συνήθως κάτω από την απειλή του φάσματος της πείνας. 
"Οι άνδρες, οι γυναίκες, τα παιδιά κουβαλώντας μαζί τους και τα τελευταία ακόμη σκεύη, έσερναν πίσω τους τα πετεινούς και τα περιστέρια τους. Οι κάπως ευπορώτεροι έσερναν τα γαϊδούρια και τις αγελάδες τους, με τα οποία μετάφεραν πάνω τους τα στρώματά τους" (Thierseh, Memoires). 


Τα πρώτα δημόσια σημεία που ξεπρόβαλαν στον Πειραιά του 1836 είναι κάποιο παζάρι στο κέντρο που εξελίσσεται μεταγενέστερα σε αγορά και φυσικά τα καφενεία! Βρίσκονται σε αριθμό μεγαλύτερο σε ποσοστό από οποιοδήποτε άλλο «δημόσιο» οίκημα. Σε αυτά συγκεντρώνεται η δημόσια ζωή και εκεί διενεργείται η μοναδική κίνηση της πόλης. Στο καφενείο έσπευδε ο Έλληνας πρωί – πρωί ή μόλις τελείωνε την όποια εργασία του και συζητούσε με τους συμπατριώτες του. Αυτή η έννοια του «συμπατριώτη» ήταν που διαιρούσε τους θαμώνες των καφενείων και κατά συνέπεια και τα ίδια, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής. Υδραίοι, Χιώτες, Ψαριανοί, Μανιάτες, Ρουμελιώτες κ.ο.κ. 

Ακόμα και στο ίδιο καφενείο οι θαμώνες αναγνώριζαν την καταγωγή τους και κάθονταν στα ανάλογα τραπέζια (1837)



Στα καφενεία επίσης μάθαιναν τα νέα της περιοχής κι έτσι οι θαμώνες τους δεν ήταν μόνο αργόσχολοι αλλά και περίεργοι που πήγαιναν καθημερινά διψασμένοι να μάθουν ή να συζητήσουν τα νέα της ημέρας. Ακόμα και οι εκπρόσωποι της δημοτικής αρχής σύχναζαν καθημερινά στα καφενεία για να ανακοινώσουν αποφάσεις ή να τοιχοκολλήσουν διάφορες ανακοινώσεις. 

Στα περισσότερα καφενεία ο καφετζής (ιδιοκτήτης) έκανε και τον μπαρμπέρη (κουρέα). Μετά το κόψιμο των μαλλιών ή το ξύρισμα ο κουρέας σου ευχόταν το γνωστό και σήμερα «με τις υγείες». Όταν ο καιρός το επέτρεπε ο κουρέας περιποιόταν τους πελάτες τους στο ύπαιθρο. Γενικά οι διάφορες φήμες έδιναν και έπαιρναν στα καφενεία δημιουργώντας περισσότερο άγχος στους κατοίκους ειδικά όταν παράξενα πλοία και πολεμικά εισέρχονταν ξαφνικά στο λιμάνι. Από αυτά ξεπρόβαλαν ξένοι με παράξενες στολές και σημαίες με άγνωστους σκοπούς που τριγύριζαν στις προβλήτες και στο παζάρι συνήθως μεθυσμένοι. 

Δεν έλειπαν και τα συμβάντα εισόδου ξένων στρατιωτών σε σπίτια Ελλήνων. Τα σώματα των στρατιωτών που περιφέρονταν άνευ λόγου στον Πειραιά ήταν τόσα πολλά που προκαλούσαν εκνευρισμό στους Έλληνες καθώς ευρισκόμενοι μέσα στις στερήσεις και στην φτώχεια, φορτωμένοι με το άγχος της επόμενης ημέρας αναζητούσαν τρόπο να ξεσπάσουν. 

Οι συμπλοκές οι αταξίες και οι ταραχές ήταν φαινόμενο σχεδόν καθημερινό. 


Αλλά και οι ίδιοι οι ξένοι που έρχονταν στον Πειραιά έβρισκαν τα πάντα παράξενα. Τους εντυπωσίαζε ο τύπος του Έλληνα που καθόταν αμέριμνος σταυροπόδι, που ροφούσε ηδονικά το ναργιλέ του και έπινε τον καφέ του για πολλές ώρες. Οι ξένοι έβλεπαν αγόρια 10 μόλις ετών να καμαρώνουν για όπλα που φέρουν μέσα στο σελάχι τους. Απορούσαν όταν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού οι Έλληνες έτρωγαν πολύ, έπιναν και μετά έπιαναν τα δημοτικά τραγούδια που στα αυτιά των ξένων ηχούσαν κακόηχα και παράξενα.


Το μικρεμπόριο ανθούσε μέσα και έξω από το παζάρι. Αμέσως μετά την εμφάνιση των οικημάτων των Υδραίων με τις χαρακτηριστικές καμάρες, εμφανίστηκαν κάτω από αυτές τραπέζια όπου διάφοροι «έμποροι» πωλούσαν ή διαλαλούσαν κάθε είδους πραμάτεια. Σαμαράδες, σελοποιοί, μαχαιράδες, οπλοποιοί και δίπλα ακριβώς άλλοι που πουλούν με την οκά ψάρια, λαχανικά, φρούτα, τυρί, κρασί σε ασκιά και ζωντανά κατσίκια και αρνιά. Ανάμεσα σε αυτούς επαίτες και ζητιάνοι, σακάτηδες της επανάστασης και ασθενείς που αναζητούν την όποια φιλευσπλαχνία των περαστικών. 

Στους δρόμους αναφέρεται ότι κυκλοφορούν ελεύθερα πολλά σκυλιά χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των περιοχών της Εγγύς Ανατολής. Τα σκυλιά αλήτικα τριγυρνούσαν συνήθως πέριξ των παζαριών και των σκουπιδιών. Από το σούρουπο και ύστερα καθώς στην Πειραϊκή πολίχνη επικρατούσε «άκρα του τάφου σιωπή» και σκότος βαθύ, ο παραμικρός θόρυβος τα ξεσήκωνε και τα έκανε να αλυχτούν για πολύ ώρα. Αυτά προσέθεταν κίνδυνο στους διαβάτες διότι καθώς ήταν νηστικά και εξαγριωμένα μετά τη δύση του ηλίου επιτίθοντο σε εκείνον που το σκοτάδι τον έβρισκε να περπατά εκτεθειμένο στους χωματόδρομους.

Στο "χωρίον" του Πειραιά όσοι δεν έφεραν τις ενδυμασίες των τόπων προέλευσής τους είτε έφεραν κάποια φανταχτερή ευρωπαϊκή στολή είτε τα λεγόμενα φράγκικα ρούχα που όταν οι κάτοικοι τα έβλεπαν να τα φορά Έλληνας έκαναν φιλοφρονήσεις, πλησίαζαν να τα δουν από κοντά γεμάτοι περιέργεια ενώ έχουν αναφερθεί μέχρι πυροβολισμοί και σταυροκοπήματα. 

Η Υδραίικη συνοικία του Πειραιά είχε τα πρωτεία σε αυτό καθώς την ίδια εποχή στην Ύδρα των 30.000 κατοίκων το να αποτολμήσει ξένος ντυμένος φράγκικα να περπατήσει ήταν επικίνδυνο καθώς τα παιδιά του νησιού αθέατα πίσω από ταράτσες και μάνδρες του έριχναν βροχή τις πέτρες. Αυτή η συνήθεια είχε περάσει και στην υδραίικη συνοικία του Πειραιά που ήταν και η τελευταία που αποφάσισε να φορέσει φράγκικα ρούχα. Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα οι Υδραίοι του Πειραιά κυκλοφορούσαν στους δρόμους με τις νησιώτικες βράκες τους. 



Αντίθετα στη συνοικία των Χίων τα φράγκικα ρούχα ήταν αποδεκτά καθώς πολλοί Χίοι καθώς ήταν μεγαλέμποροι ή εφοπλιστές είχαν μάθει να βλέπουν στην Αγγλία και αλλαχού τη φράγκικη φορεσιά.
Γενικά η ζωή των νησιωτών στον Πειραιά διέφερε από τον τρόπο που είχαν μάθει οι ίδιοι νησιώτες στην πατρίδα τους Στον Πειραιά κυριαρχούσε η φτώχεια σε αντίθεση με τα μέρη τους όπου κυριαρχούσε η ευπορία. Εδώ υπήρχε ακαθαρσία ενώ στα νησιά τα πάντα ήταν φρεσκοβαμμένα και ασπρισμένα. Όμως στον Πειραιά υπήρχε εξασφαλισμένη η ασφάλεια ενός ανεξάρτητου κι ελεύθερου κράτους ειδικά όταν οι έποικοι προέρχονταν από μετακινήσεις λόγω σφαγών ή καταστροφών όπως από Χίο, Κάσο ή Ψαρά.

Η Ύδρα το 1837 είχε 30.000 κατοίκους.
Την ίδια εποχή ο Πειραιάς λιγότερους από 300


Τα πανδοχεία παρείχαν μόνο τα στοιχειώδη και βρίσκονταν συνήθως πάνω από τα καφενεία. Εκεί διανυκτέρευαν όσοι έφταναν με πλοία στον Πειραιά και επιθυμούσαν να ανέβουν στην Αθήνα. Καθώς η κάλυψη των οκτώ χιλιομέτρων δεν ήταν εύκολη υπόθεση, προτιμούσαν να περάσουν μια νύχτα σε πειραϊκό πανδοχείο, πριν την επομένη ξεκινήσουν την πεζοπορία ή την ιππασία για τη πρωτεύουσα. Στα πανδοχεία διανυκτερεύουν κάθε είδος ανθρώπου, έμποροι και πραματευτάδες, φιλέλληνες ή στρατιώτες που αλαφιασμένοι αναζητούν ένα κατάλυμα καθώς η νύχτα πέφτει γοργά. Την επομένη με την αυγή ξεκινούν για την Αθήνα κάνοντας κάποια μικρή στάση σε χάνια της κακιάς ώρας, που υπάρχουν ενδιάμεσα που εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος των επιτήδειων που συναθροίζονται για να «κόψουν κίνηση» να δουν αν μπορούν να αρπάξουν το άλογο, το μουλάρι ή την καμήλα που βρίσκονται δεμένα από έξω καθώς ο αγωγιάτης τους ξαποσταίνει πίνοντας νερό. 

Οι τιμές που ζητούσαν ορισμένοι χαντζήδες της μετέπειτα οδού Πειραιώς φτάνουν να προκαλέσουν αγανάκτηση και οργή ορισμένων φιλελλήνων που βλέπουν ότι αισχροκερδούν αρπάζοντας την ευκαιρία της ανάγκης λιγοστού νερού.


Αλλά και μέσα στην κωμόπολη του Πειραιά άρχισαν να εμφανίζονται «χάνια» πανδοχεία το ισόγειο των οποίων ήταν διαμορφωμένο αντί καφενείου, ως χώρος για άλογα. Τα δωμάτια βρίσκονταν ακριβώς από πάνω με μια σανιδοκατασκευή που συνήθως έτριζε στο περπάτημα. Η μυρωδιά των στάβλων εισερχόταν πολύ άσχημα μέσα στα δωμάτια κάνοντας την παραμονή αδύνατη. Ο φόβος όμως να μη κλαπεί η περιουσία τους, το άλογο ή το μουλάρι τους ανάγκαζε να αποδεχτούν τον ύπνο συνοδεία της έντονης μυρωδιάς. 

Ο Αμερικανός ιατρός φιλέλληνας Σάμιουελ Χάου (Howe) έγραψε για ένα τέτοιο χάνι όπου διανυκτέρευσε τα εξής: 
"Κατά τη διάρκεια του θέρους υπήρχε και ένα άλλο ιππικό. Ήταν το κύριο σώμα της ψείρας που ακολουθούμενο από το ελαφρό ιππικό των 40 χιλιάδων κοριών με καταδίωκαν όλη τη νύχτα μέχρι απελπισίας. Κι όταν κάποιες στιγμές κοιμόμουν πάντα βρισκόταν κάποιος ποντικός να πηδήσει στο πρόσωπό μου ή να μου δαγκώσει το πόδι και να με αναγκάσει να σηκωθώ έτοιμος για άμυνα….».

Αλλά και στην πρωτεύουσα Αθήνα η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Μια ερειπωμένη πόλη που οι κάτοικοί της ξήλωναν τα έρημα σπίτια της, το ένα μετά το άλλο, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την ξυλεία το χειμώνα για φωτιά. Αν ο Πειραιάς ήταν ένα έρημο λιβάδι, με τρεις επίσης έρημους λόφους η Αθήνα ήταν ένας σωρός ερειπίων και μόλις μετά βίας μπορούσες να ξεχωρίσεις είκοσι σπίτια ανεκτά, στέρεα και καλοκτισμένα.

Και η ζωή των γυναικών ήταν σκληρή καθώς είχαν αναλάβει αποκλειστικά κάποιες εργασίες όπως ήταν η προμήθεια νερού. Η μόρφωση των κοριτσιών είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και όσες γνωρίζουν αρκούνται σε ολίγη γραφή και ανάγνωση. Τον Φεβρουάριο του 1836, πενήντα περίπου ημέρες μετά τη σύσταση του Δήμου, λειτουργεί το πρώτο σχολείο. Πρόκειται για το αλληλοδιδακτικό σχολείο (αντίστοιχο του σημερινού δημοτικού) με πρώτο δάσκαλο τον Δημήτριο Κυδωνιάτη. Τη χρονιά εκείνη γράφτηκαν 68 μαθητές στο σύνολο, με μόνο οκτώ από αυτούς να είναι κορίτσια.  Για το λόγο αυτό ιδρύεται ένα έτος αργότερα (τον Ιούλιο του 1837) σχολείο αποκλειστικά για κορίτσια. Λέγεται "Παρθενικό Σχολείο" και πρώτη δασκάλα σε αυτό ήταν μόλις η δεκαεξάχρονη απόφοιτη της Σχολής Χίλλ, η Μαρούκα Χατζηλαγουδάκη.


Τα κορίτσια συνήθως μόλις φτάσουν εννέα ετών, είναι ήδη φτασμένες νοικοκυρές αφού γνωρίζουν όλες τις δουλειές του σπιτιού. Στις βρύσες εκτός από την προμήθεια του νερού γίνεται πολλές φορές και το πλύσιμο. Οι γριές θεωρούνται γιάτρισσες καθώς γνωρίζον μαντζούνια και άλλα γιατρικά. Θεωρούνται ακόμα οι καλύτερες ερμηνεύτριες των ονείρων και είναι πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ειδικά σε νέες κοπέλες κυρίως για χάρη του κουτσομπολιού.


Στις βρύσες εκτός από την προμήθεια του νερού γίνεται πολλές φορές και το πλύσιμο.


Η πορνεία στην πολίχνη του Πειραιά είναι ακόμα άγνωστη. Η οικογένεια αποτελεί στενό δεσμό για να αντιμετωπιστεί η κακουχία του εποικισμού. Οι άνδρες δεν νυμφεύονται εάν πρώτα δεν αποκαταστήσουν τις αδελφές τους. Τα κορίτσια αρραβωνιάζονται από μικρή ηλικία. Η κοινωνικότητα των εποίκων περιορίζεται στη γειτονιά τους, στη συνοικία τους με τους συντοπίτες τους, με τους οποίους συνήθως διατηρούν και κάποιο κοντινό ή μακρινό συγγενικό δεσμό.  

Ο Πειραιάς θα αργήσει πολύ να εμφανιστεί στο προσκήνιο των ειδήσεων και των αναφορών στον έντυπο τύπο παρά τη καταιγιστική δημιουργία του. Το 1836 έτος που ουσιαστικά ξεκινά, γράφει ο Γιάννης Χατζημανωλάκης* κάνει έναρξη το ειρηνοδικείο, υπάρχει φρούραρχος, δημοτικός αστυνόμος, αγορανόμος, δημοτικός εισπράκτορας, φαρμακοποιός. Διαμορφώνεται η οδός Πειραιώς, ενώ η Δογάνα μεταφέρεται από την Πλατεία Καραϊσκάκη στη θέση που βρίσκεται σήμερα έναντι του Αγίου Νικολάου. Στο ίδιο κτήριο του Τελωνείου λειτουργούν επίσης Λιμεναρχείο, Ναυτοδικείο, Υγειονομείο, Ταχυδρομείο. Το 1837 λειτουργεί Λοιμοκαθαρτήριο, ενώ μεταφέρεται στην πόλη και η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το "Χωρίον" γρήγορα λαμβάνει τη μορφή πόλης. Η πενταετία 1836 - 1841 είναι το χρονικό διάστημα που ο Πειραιάς γεννάται εκ του μηδενός. Το 1841 τον βρίσκει με 2.275 κατοίκους και 500 περίπου σπίτια.



*: "Το Χρονικό μιας Πολιτείας. Πειραιάς 1835 - 2005"   
- "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού" του Απόστολου Βακαλόπουλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"