Νικόλαος Νικολαΐδης. Ο κορυφαίος Πειραιώτης μαθηματικός




Του Στέφανου Δάφνη

Ζούσε προ ετών στον Πειραιά σε μια κατάσταση παραφροσύνης, που θα την έλεγε κανείς εύθυμη, ένας άνθρωπος, που όχι μόνον υπήρξε ο διασημότερος μαθηματικός της εποχής του αλλά και το πιο έξυπνο πνεύμα, η πιο φλογερή ψυχή. Πρόκειται για τον Νικόλαο Νικολαΐδη, τον συμπαθέστατο εκείνο πειραϊκό τύπο, του οποίου η ζωή υπήρξε σειρά από περίεργες περιπέτειες, δικές του αλλά και οικογενειακές. 

Σοφός στα Πανεπιστήμια, αλλά και μαχητής στα βουνά. Η καταγωγή του Νικολαΐδη ήταν από τη Μάνη. Ο πατέρας του σπούδασε στην Ελβετία όταν άναψαν τα τουφέκια του ’21. Νεαρός και ενθουσιώδης, όπως ήταν, κατέβηκε αμέσως στην Ελλάδα, υπηρέτησε με φιλοπατρία τον Αγώνα, συνέγραψε το πρώτο βιβλίο «Τακτικής», δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή και τέλος έγινε δικαστής, όπου και διέπρεψε. Κατόπιν παντρεύτηκε στην Τρίπολη και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τα οποία κληρονόμησαν τα πνευματικά χαρίσματα του πατέρα τους. 

Η κόρη του έγινε διδασκάλισσα, ο μικρότερος γιος του διέπρεψε ως φιλόλογος, έγραψε τη «Μυρσίνη», πολύ καλό για την εποχή του μυθιστόρημα, όμως σταμάτησε δυστυχώς στην αρχή του σταδίου του: έπαθε τας φρένας. 

Ο άλλος υιός του, ο Δημήτριος, που σπούδαζε μηχανολογία στο Παρίσι, διαγωνίσθηκε με άλλους 250 Γάλλους σπουδαστές και πρώτευσε. Όμως όλους τους αδελφούς τους ξεπέρασε ο πρωτότοκος ο Νικόλαος Νικολαΐδης, ο οποίος λάμπρυνε τη Μαθηματική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου ως καθηγητής. 

Από παιδί ο Ν. Νικολαΐδης μόλις μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων ανέπτυξε έκτακτη ιδιοφυΐα στα Μαθηματικά όπου βρήκε νέες μεθόδους στα θεωρήματα και νέους τρόπους επιλύσεως των μαθηματικών προβλημάτων. Όταν βγήκε από τη Σχολή, νεαρός Ανθυπολοχαγός, η Κυβέρνηση τον έστειλε να σπουδάσει στο Παρίσι, όπου μετά την πρώτη εξαμηνία φοιτήσεως στην Πολυτεχνική Σχολή, τόλμησε να προσέλθει σε εξετάσεις. Οι Καθηγητές του έμειναν κατάπληκτοι από το πνεύμα του και του έδωσαν το δίπλωμα μηχανικής με άριστα. Αλλά ο δαιμόνιος Έλληνας δεν ησυχάζει. Δίνει αμέσως εξετάσεις και μπαίνει στη Σχολή των Γεφυροποιών. Στη σχολή όμως αυτή φοίτησε ένα μόνο έτος και αποχώρησε για την εξής αιτία. Ένας διαπρεπής καθηγητής του και συγγραφέας, ο Μπραίς, μπερδεύτηκε σε δεινό επιστημονικό καυγά με τον Έλληνα μαθητή του. Ο Νικολαΐδης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη «Μηχανική» του Μπραίς και του το είπε καθαρά:
- Δεν τα λέει, καλά το βιβλίο σας! Θα σας δώσω νέες λύσεις εγώ!
Και ποιος είστε εσείς που τολμάτε μια τέτοια καυχησιολογία; Φώναξε θυμωμένος ο Μπραίς;
Είμαι ένας συμπατριώτης του Πυθαγόρα! Θα δείτε! Απάντησε ο Νικολαΐδης ατάραχος.


Η σκηνή έγινε στην αίθουσα των εξετάσεων, μπροστά σε πολύ κόσμο. Ο Γάλλος Καθηγητής προσεβλήθη κι έδωσε μέτριο βαθμό στον Νικολαΐδη. Ευσυνείδητος όμως επιστήμων, έγραψε στις παρατηρήσεις του βαθμολογικού πίνακος ότι: «ο νεαρός αυτός Έλλην είναι διάνοια έξοχος, αλλά δεν εννοώ διατί δεν δύναται να δαγκάση τη «Μηχανική» μου».

Από το επεισόδιο αυτό ο Νικολαΐδης θύμωσε και εγκατέλειψε τη Σχολή των Γεφυροποιών. Από τότε κυρίως αρχίζει η εποχή της φήμης του, της ανόδου του προς την δόξα. Κλείσθηκε στο δωμάτιό του, κήρυξε αδυσώπητο πόλεμο εναντίον του καθηγητού του που τον αδίκησε, και του κατάφερε άγριες επιστημονικές πληγές. Την πολεμική του την διεξήγε δια του επιστημονικού περιοδικού «Δύο κόσμοι» του οποίου ο διευθυντής Μοανώ ζητούσε συγγνώμη από τους αναγνώστες του όσες φορές δεν κατόρθωνε να έχει άρθρο του Νικολαΐδη! Τόσο ενδιαφέρον είχαν δημιουργήσει τα άρθρα του. 

Ο θρίαμβος του Νικολαΐδη όμως ήταν οι διδακτορικές του εξετάσεις στο Παρισινό Πανεπιστήμιο. Την ημέρα εκείνη, η μεγάλη αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από τους ειδικούς επιστήμονες και τότε συνέβη ένα περίεργο επεισόδιο. Ο Νικολαΐδης άρχισε να λύνει στον τεράστιο μαυροπίνακα ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα των ανωτέρων μαθηματικών. Ξαφνικά αφέθηκε να μένει χωρίς να γράφει σιωπηλός. Πέρασαν δύο, τρία λεπτά, περισσότερα… Όλοι διέπονται από αγωνία, προ πάντων οι παριστάμενοι λίγοι Έλληνες νομίζοντας ότι ο Νικολαΐδης απέτυχε, μη δυνάμενος να επιλύσει την εξίσωση. Τέλος οι εξεταστές έχασαν την υπομονή τους και ο πρόεδρος της επιτροπής ο τότε διάσημος Μπερτράν του είπε:
 Κύριε Νικολαΐδη δεν μπορούμε να σας περιμένουμε περισσότερο. Αφού δεν μπορείτε να προχωρήσετε αποσυρθείτε.
Τότε ο Έλληνας μαθηματικός χαμογελώντας απάντησε.
- Κύριε πρόεδρε, μπορώ να προχωρήσω με τη γνωστή μέθοδο επιλύσεως. Αλλά τη στιγμή αυτή βρήκα άλλον τρόπο, εντελώς νέο και απλούστερο!

Και με μια θριαμβευτική χειρονομία σβήνει με το σφουγγάρι όσα είχε γράψει στον πίνακα και αμέσως προβαίνει στην επίλυση της εξισώσεως με τη δική του μέθοδο, η οποία θύμιζε τη χάρη και τη συμμετρία των αρχαίων ελληνικών επινοήσεων. Η αίθουσα τραντάζεται από τα χειροκροτήματα. Και η επιτροπή ανακηρύσσει τον Νικόλαο Νικολαΐδη αριστούχο διδάκτορα των Μαθηματικών. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που κέρδισε τον τίτλο αυτόν. 

Ο Νικολαΐδης επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε υπηρεσία ως αξιωματικός του Μηχανικού. Συνάμα δίδασκε και στη Σχολή των Ευελπίδων. Κάποτε, για να παίξει, έλυσε ένα πρόβλημα κατά εννέα τρόπους και εξέπληξε τους συναδέλφους του! Ξαφνικά ξέσπασε η Κρητική επανάσταση του 1866 κι έσπρωξε το Νικολαΐδη σε νέο στάδιο. Φιλόπατρις κι ορμητικός, όπως ήταν, σχηματίζει αντάρτικο σώμα, κατεβαίνει στην αγωνιζόμενη μεγαλόνησο, συγκροτεί μάχες και γυρίζει με τρία τραύματα στην Αθήνα. Μετά την επανάσταση, η ληστεία έβραζε στην Ακαρνανία. Ο Νικολαΐδης ζητεί από την Κυβέρνηση την άδεια να καταδιώξει τις ληστρικές συμμορίες και η Κυβέρνηση θέτει στη διάθεσή του ισχυρά στρατιωτική δύναμη. Ο Νικολαΐδης πηγαίνει στο Αγρίνιο. Εκεί, τσακώνεται με τον Δημήτριο Γρίβα, τον υποστράτηγο και άλλοτε υπουργό των Στρατιωτικών τον οποίο καταγγέλλει ότι υποθάλπει τις συμμορίες. Χωρίς δισταγμό τον επικηρύττει ληστή, εκστρατεύει εναντίον του και τον πολιορκεί! Παραλίγο μάλιστα η Ακαρνανία να γίνει είδος Ισπανίας γιατί ο Γρίβας είχε μεγάλη επιρροή στον τόπο του και στρατιωτική δύναμη.

Ευτυχώς, ο Πρωθυπουργός Ζαΐμης ανακάλεσε έγκαιρα τον Νικολαΐδη στην Αθήνα όπου τον επέπληξε. Τότε ο Νικολαΐδης οργίσθηκε και ξεκίνησε να δημοσιογραφεί εναντίον της Κυβερνήσεως. Στο τέλος παραιτήθηκε από τις τάξεις του ελληνικού στρατού και πήγε πάλι στο Παρίσι. Μετά από δύο χρόνια, στα 1870, εξερράγη ο Γαλλογερμανικός πόλεμος. Ο Νικολαΐδης κατατάχθηκε στο γαλλικό στρατό, ανέλαβε τη διοίκηση του 174ου τάγματος των εθνοφυλάκων, διεκρίθη σε διάφορες μάχες και παρασημοφορήθηκε. Αλλά ο πόλεμος κατέληξε με κατατρόπωση των γαλλικών όπλων και ο Νικολαΐδης εγκατέλειψε το έδαφος της ηττημένης Γαλλίας. 

Κουρασμένος, απογοητευμένος, φτωχός ο Νικολαΐδης ξαναγυρίζει στην Ελλάδα και ζει, με πολλές στερήσεις, σε ένα καλυβόσπιτο στους Αμπελοκήπους. Ο μόνος που τον βοηθούσε κάπως ήταν ο φίλος του Πέτρος Κανελλίδης, διευθυντής των «Καιρών». Σε εκείνο το σπιτάκι τον ανακάλυψε ο υπουργός της Παιδείας Πετμεζάς και τον διόρισε καθηγητή της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Ο Νικολαΐδης ξαναβρήκε τον εαυτό του. Ρίχτηκε ασυγκράτητος στις επιστημονικές ανακαλύψεις, δημοσίευε τις εργασίες του στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά περιοδικά και αναστάτωνε την παγκόσμια μαθηματική σκέψη. Υπερήφανος για τις ανακαλύψεις του είπε κάποτε:
-  Όλος αυτός ο κόσμος, θα καταποντισθεί στα ύδατα της Λήθης και μόνο το όνομά μου θα επιπλεύσει! Οι ανακαλύψεις μου θα κατανοηθούν σε όλη τους τη βαθύτητα και θα μελετηθούν με απληστία όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια.


Μελετούσε τα δυσκολότερα ζητήματα με αληθινό πάθος σοφού της αρχαιότητας. Κάποτε εργάστηκε τρεις μήνες για να λύσει ένα πρόβλημα διαστάσεων, που όλοι οι μαθηματικοί του κόσμου το θεωρούσαν άλυτο. Τέλος το έλυσε. Φανταστείτε όμως τη λύπη του όταν έμαθε ότι προ ενός μηνός είχε λύσει το ίδιο πρόβλημα με άλλον τρόπο, ένας Άγγλος μαθηματικός. Τότε ρίχτηκε στην τελειοποίηση της θεωρίας της Ακουστικής και της Οπτικής με προσήλωση κι επιμονή που διατάραξαν τη διάνοια του. Ο Πέτρος Κανελλίδης γράφει κάπου: «Η μεγαλοφυΐα του Νικολαΐδη ευρισκόμενη διαρκώς κάτω από ένταση και κούραση, τελικώς συνετρίβη και κατεστράφη».

 Έπειτα του ήρθαν διάφορα οικογενειακά ατυχήματα και το διαζύγιο με τη γυναίκα του την οποία λάτρευε, κι έτσι ο άτυχος επιστήμονας κατήντησε τρελός. Στην αρχή η παραφροσύνη του είχε τη μορφή μελαγχολίας με τον καιρό όμως έπεσε στην αντίθετη μορφή σε ένα είδος εύθυμης, θορυβώδους εκδηλώσεως. Άλλοτε τραγουδούσε πολεμικά θούρια, φανταζόμενος ότι οδηγεί τους στρατιώτες τους στη μάχη, άλλοτε νόμιζε ότι ευρίσκετο σε πανεπιστημιακή αίθουσα κι άρχιζε να αναπτύσσει θεωρήματα. Μιλούσε σχεδόν πάντοτε με μαθηματικές εκφράσεις. 

Σύχναζε σε ένα καφενεδάκι στο Πασαλιμάνι, και γέμιζε το τραπεζάκι του με σχήματα κι αριθμούς. Καμιά φορά στον ενθουσιασμό του, καλούσε τους πελάτες του καφενείου, βαρκάρηδες και ψαράδες να τους εκθέσει ένα ζήτημα Άλγεβρας ή Διαφορικού Λογισμού!
- Ιδού, έλεγε, ανακάλυψα μια επέκταση του θεωρήματος του Γκωσσύ. Θρίαμβος! Θρίαμβος!

 Και χτυπούσε τη γροθιά του στο τραπέζι γεμάτος χαρά. Άλλοτε βημάτιζε στο μάκρος της ακτής συλλογιζόμενος, κι έφτανε μέχρι το Φάληρο όπου σταματούσε κι έγραφε στην άμμο γεωμετρικά σχήματα. Κι όταν ερχόταν η θάλασσα να του τα σβήσει ο δύστυχος επιστήμονας θύμωνε και χειρονομούσε, φοβερίζοντας τα κύματα.

Ο Παύλος Νιρβάνας που τον είχε φίλο, έλεγε ότι κάποτε βρήκε τον Νικολαΐδη σε ένα λαϊκό ζαχαροπλαστείο να καταβροχθίζει με την λαιμαργία των τρελών λουκουμάδες!
   Μπα, βλέπω κύριε Καθηγητά, του είπε, σας αρέσουν οι λουκουμάδες.
  Καθόλου, απάντησε εκείνος.
-   Μα αφού τους τρώτε με τόση όρεξη!
 Καθόλου, καθόλου, αυτά που τρώγω είναι σφαιροειδή παρακείμενα.

Ο Νικόλαος Νικολαΐδης πέθανε το 1889 στον Πειραιά και κηδεύτηκε φτωχικά ως ο ασημότερος των ανθρώπων.

Στην έρημη πολιτεία των «Λιπασμάτων» και στο «Γυαλάδικο»



του Στέφανου Μίλεση

Το όνομα του Νικόλαου Κανελλόπουλου είναι εκείνο που συνδέθηκε άρρηκτα με τα γνωστά «Λιπάσματα» της Δραπετσώνας όπως για συντομία ο κόσμος αποκαλούσε, την Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, που ήταν δικό του δημιούργημα.

Αντικρίζοντας σήμερα το απόλυτο κενό της περιοχής που καλείται «Λιπάσματα» είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό το μέγεθος της πολιτείας που μόλις λίγα χρόνια πριν δέσποζε στο σημείο αλλά και τον σκληρό εργασιακό βίο, τις δύσκολες συνθήκες που κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια στην αχανή αυτή πλέον έκταση, που απλωνόταν ανάμεσα στον όρμο Φωρών και την προβλήτα του Βασιλέως Γεωργίου (Κράκαρη).


Εκατόν εννέα συνολικές οικοδομές μικρές ή μεγάλες απλώνονταν σε μια έκταση μεταξύ του όρμου Φωρών (ο σημερινός όρμος καλείται δυστυχώς και όρμος Σφαγείων) και της Προβλήτας του Βασιλέως Γεωργίου (Κράκαρη).

Τα «Λιπάσματα» ήταν κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο χημικών. Ήταν πολιτεία ολάκερη με τους δικούς της νόμους, τους δρόμους, τα σπίτια και τους ανθρώπους της. Αποτελούσε ένα όραμα του ιδρυτή της του Νικόλαου Κανελλόπουλου που το είχε συλλάβει για πρώτη φορά στη Ζυρίχη της Ελβετίας όταν φοιτούσε στο εκεί πολυτεχνείο για να γίνει χημικός. 





Ο Κανελλόπουλος γεννήθηκε στο Ζευγολατιό το 1862 και στη διπλανή πόλη του Αιγίου περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1882 εισήλθε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου φοίτησε για δύο έτη και αναχώρησε για  να συνεχίσει τις σπουδές του στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Εκεί όμως αντί της ιατρικής επέλεξε τη σπουδή της Χημείας στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης.
Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος θα υπάρξει συμφοιτητής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης με τον Λεόντιο Οικονομίδη, τον Αλέξανδρο Ζαχαρίου, και τον Λύσανδρο Χαρίλαο. Οι φοιτητές αυτοί του ελβετικού πολυτεχνείου θα σχηματίσουν μια ομάδα που θα γίνει γνωστή ως ο περίφημος «Κύκλος της Ζυρίχης» (για συντομία στο εξής θα δηλώνεται ως Κ.Ζ.) που θα αποτελέσει τον βασικό πυρήνα της ελληνικής βιομηχανίας, ενώ αμέσως μετά ο ίδιος κύκλος θα πρωτοστατήσει και στη σύσταση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων.  


Για να δούμε το πώς θα συμβεί αυτό θα επιστρέψουμε για λίγο στον Κανελλόπουλο ο οποίος μετά τη Ζυρίχη μετέβη στη Μασσαλία για να εργαστεί σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων και να λάβει την απαραίτητη για κάθε ξεκίνημα εμπειρία.

Το 1892 αγόρασε μαζί με τον Λύσανδρο Χαρίλαο (Κ.Ζ.) ένα χημικό εργοστάσιο που ήδη λειτουργούσε στην Ελευσίνα. Σε αυτές τις εγκαταστάσεις ίδρυσε Εταιρεία Σαπωνοποιίας και Ελαιουργίας με την ονομασία «Χαρίλαος και Κανελλόπουλος».

Το 1902 μαζί με τον Αλέξανδρο Ζαχαρίου (Κ.Ζ.) ιδρύει Εταιρεία που εξελίχθηκε αργότερα στη γνωστή εταιρεία Τσιμέντων «ΤΙΤΑΝ» επίσης στην Ελευσίνα. Το τσιμεντάδικο «ΤΙΤΑΝ» αποτέλεσε το μεγάλο σχολείο στον Κανελλόπουλο για να προχωρήσει στην πραγμάτωση του ονείρου του, της δημιουργίας δηλαδή εργοστασίου χημικών αφού για τον λόγο αυτό είχε σπουδάσει ο ίδιος και χημικός.


Το εργοστάσιο Τσιμέντων "ΤΙΤΑΝ" στην Ελευσίνα (έτος ίδρυσης 1902)
Το τσιμεντάδικο της "ΤΙΤΑΝ" της Ελευσίνας θα αποτελέσει ουσιαστικά το πρότυπο για την κατασκευή του εργοστασίου των "Λιπασμάτων". Κατασκευασμένο επίσης δίπλα στη θάλασσα, διαθέτει δική του προβλήτα για την άμεση φόρτωση των πλοίων και την εκμετάλλευση των θαλασσίων οδών.


Η 25η Απριλίου του 1909 ημέρα Σάββατο, αποτελεί τη γενέθλια ημερομηνία των «Λιπασμάτων». Στην οδό Σταδίου μέσα στα γραφεία της Τράπεζας Αθηνών υπογράφηκε το καταστατικό ίδρυσης, με σπουδαία ονόματα της εποχής (πολλά και από τον πειραϊκό χώρο) να συνυπογράφουν τη γέννηση της μεγαλύτερης χημικής βιομηχανίας στα Βαλκάνια. Πίσω από το καταστατικό φυσικά κρύβεται όλος ο γνωστός πλέον «κύκλος της Ζυρίχης» αλλά και πολλοί άλλοι βιομήχανοι και επιχειρηματίες που αποτελούν την αρμάδα που θα υποστήριζε το μεγαλύτερο έργο όλων, που ήταν η δημιουργία των «Λιπασμάτων».





Η θεμελίωση ολοκληρώνεται ταχέως με τη βοήθεια της εταιρείας «Τέκτων» του Αλέξανδρου Ζαχαρίου (Κ.Ζ.), ο οποίος αναλαμβάνει την κατασκευή πολλών μερών του εργοστασίου. Ο Ζαχαρίου θα χρησιμοποιήσει στα Λιπάσματα για την δόμηση των κτηρίων  την πρωτοποριακή στην εποχή χρήση του μπετόν αρμέ.


Ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου στενός συνεργάτης του Νικόλαου Κανελλόπουλου
ήταν επίσης ένας από τα μέλη της ομάδας του "Κύκλου της Ζυρίχης".


Ο Κανελλόπουλος εφάρμοσε στα «Λιπάσματα» το ίδιο σχέδιο που είχε εφαρμόσει για τα τσιμέντα «ΤΙΤΑΝ». Έφτιαξε ένα κολοσσιαίο χημικό εργοστάσιο ακριβώς στον Προλιμένα του Πειραιά δίπλα στη θάλασσα (στον αριστερό βραχίονα για τους εισερχόμενους στο λιμάνι), που διέθετε δικό του όρμο και δική του προβλήτα ώστε να διευκολύνονται οι αποστολές των προϊόντων του εργοστασίου σε όλα τα μέρη της Ελλάδας αλλά κύρια στην Τουρκία και στην Αίγυπτο.

Σκοπός της εταιρείας σύμφωνα με το καταστατικό της δεν είναι μόνο η παραγωγή και εμπορία οξέων και λιπασμάτων αλλά αφήνει στην ευχέρεια του διοικητικού συμβουλίου και την επέκταση σε άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες. Αυτό ακριβώς το παράθυρο στο καταστατικό ίδρυσης, γέννησε και το εργοστάσιο Υαλουργίας (το γνωστό ως «Γυαλάδικο») που λειτουργούσε εντός του εργοστασίου των «Λιπασμάτων», αλλά και μια ανάγκη που έπρεπε να καλυφθεί και που προέκυψε με την έναρξη της λειτουργίας του!

Συγκεκριμένα η εταιρεία με την έναρξη εργασιών διαπίστωσε ότι είχε την άμεση ανάγκη τεραστίων φιαλών για την μεταφορά του θειικού οξέως στο εξωτερικό. Η διαρκής αγορά φιαλών από το εξωτερικό και η εισαγωγή τους στην Ελλάδα κρίθηκε ως ασύμφορη και πολυδάπανη. Έτσι αποφασίστηκε οι φιάλες να κατασκευάζονται μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο «Λιπασμάτων». Η παραγωγή ξεκίνησε αρχικά με ένα μικρό εργαστήριο και γρήγορα κατέληξε το μικρό αυτό συνεργείο να μεταβληθεί σε ένα μεγάλο εργοστάσιο υαλουργίας.


Πάνω το "Γυαλάδικο" των Λιπασμάτων εξωτερικά.
Κάτω στο εσωτερικό του



Οι πρώτες πράσινες φιάλες που παρήχθησαν εκεί γρήγορα μεταβλήθηκαν σε ποτήρια, ανθοδοχεία, υαλοπίνακες και έργα κατασκευασμένα από γυαλί. Και επειδή τότε στον Πειραιά ειδικοί τεχνίτες (Μάστορες) του γυαλιού δεν υπήρχαν, κι αν υπήρχαν ήταν λιγοστοί, η εταιρεία αναγκάστηκε να εκπαιδεύσει εργάτες ειδικά για το υαλουργείο. Αυτοί εργάζονταν πραγματικά κάτω από αντίξοες συνθήκες (υψηλές θερμοκρασίες) περισσότερο ανθυγιεινές και από τους εργάτες των χημικών προϊόντων. Για το λόγο αυτό μέσα στα «Λιπάσματα» κατασκευάστηκε μία ολόκληρη συνοικία για τη διανομή τους που έμεινε γνωστή ως «Οικήματα».

Εκεί έμεναν αποκλειστικά οι εργάτες των γυαλάδικων. Καθώς το Γυαλάδικο λειτουργούσε νυχθημερόν, η μια βάρδια έπρεπε να αντικαθίσταται αμέσως από την επόμενη. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια της παραμικρής καθυστέρησης ούτε κάποια θέση εξειδικευμένου μάστορα μπορούσε να μείνει κενή. Για αυτό και η εταιρεία είχε φροντίσει να διαμένουν μόνιμα στα «Οικήματα». Όλη άλλωστε στη Δραπετσώνα είχαν την εικόνα του φουγάρου του εργοστασίου να βγάζει καπνό διαρκώς χωρίς διακοπή.


Οι κατοικίες των εργατών που αποτελούσαν τότε τη συνοικία γνωστή ως "Οικήματα"

Η μια και μοναδική εργατική κατοικία που έχει απομείνει σήμερα

Ο Παύλος Τσαρόπουλος στο βιβλίο του «Πειραϊκές εικόνες, μνήμες και νοσταλγίες» (Αθήνα, 1982) μας περιγράφει βήμα-βήμα τη διαδικασία παρασκευής του γυαλιού. Μας πληροφορεί ότι επί οκτώ ώρες οι γυαλάδες έκαναν τις ίδιες κινήσεις. Ο πρώτος βοηθός έπαιρνε με το τσιμπούκι του λίγο γυαλί, το έκανε μια μικρή φούσκα. Μετά το έδινε σε έναν δεύτερο βοηθό ο οποίο το φούσκωνε με το δικό του τσιμπούκι ακόμα περισσότερο και αμέσως το έδινε στον μάστορα ο οποίος το δούλευε στη βούτα που είχε μπροστά του και μετά το έβαζε στο καλούπι.

Η πολιτεία που εκ του μηδενός συστάθηκε στην ακτή της Δραπετσώνας και που έφερε την ονομασία «Λιπάσματα» έφτασε να διαθέτει προπολεμικά δρόμους με ονομασίες ανάμεσα στις εγκαταστάσεις, ιατρείο, σταθμό οχημάτων, σταθμούς πυρόσβεσης, τεχνικούς πρόσδεσης πλοίων και φορτοεκφόρτωσης, συνεργεία επισκευών, λέμβους θαλάσσης που απασχολούσαν καπετάνιους, μηχανικούς και ναύτες αλλά και τυπογραφείο στο οποίο εκδιδόταν εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας δέκα χιλιάδων φύλλων που έφερε τον τίτλο «Αγροτικός Ταχυδρόμος». Απευθυνόταν φυσικά στους Αγρότες στους οποίους έδινε οδηγίες για την αποτελεσματική χρήση των λιπασμάτων στις καλλιέργειες.


Τα «Λιπάσματα» έφτασαν να διαθέτουν δική τους οδοποιία που εξυπηρετούσε τα διάφορα οικήματα των εγκαταστάσεων.
Ο υδατόπυργος την εποχή που κατασκευαζόταν από την εταιρεία του Ζαχαρίου "Τέκτων".


Τυπικό σαλόνι κατοικίας συνοικισμού "Οικήματα" των Λιπασμάτων

Εργατικές κατοικίες στα Λιπάσματα κτισμένες πάνω στα βράχια της Ακτής. Δυστυχώς τίποτε δεν διασώθηκε σήμερα από τις εγκαταστάσεις αυτές. 

Στο ιατρείο των Λιπασμάτων
Γενική άποψη Υαλουργείου Λιπασμάτων
Μια θήκη σαπουνιού από τα λουτρά των εργατών της υαλουργίας φαίνεται να έχει γλυτώσει από τη βεβήλωση και την αρπαγή που έχει υποστεί ο χώρος τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της φωτογράφισης 


Το 1917 στα «Λιπάσματα» θα προστεθεί και μια μονάδα για παρασκευή γεωργικών φαρμάκων. 

Το 1920 τα «Λιπάσματα» επεκτείνονται και στον τομέα της μεταλλουργίας. Για να καλυφθεί η ανάγκη προμήθεια πρώτων υλών τα «Λιπάσματα» γρήγορα αποκτούν την κατοχή των μεταλλείων πυριτίου της Κασσάνδρας, λιγνιτωρυχεία στον Ωρωπό, στην Κύμη, στην Κορώνη και αλλού.
  
Το 1936 ο «πληθυσμός» της εργατικής αυτής πολιτείας είχε φτάσει να αριθμεί τα 4.000 εργαζόμενους χωρίς στον αριθμό αυτό να υπολογισθούν οι οικογένειες των διαμενόντων στον «Οικισμό»!

Κάθε πρωί όλοι αυτοί ξεκινούσαν ξημερώματα ακόμα από όλες τις συνοικίες του Πειραιά, ενώ όταν έφταναν την ώρα ανάληψης τεράστιες ουρές σχηματίζονταν οι οποίες έπρεπε να μπουν γρήγορα μέσα χωρίς καθυστέρηση για να ξεκινήσει η εργασία. Αν αργούσε κάποιος να προσέλθει στην εργασία του έστω κι ένα λεπτό τότε του αφαιρούσαν από το μεροκάματο μια ολόκληρη ώρα, την οποία ώρα σημειωτέον ότι τη δούλευαν! 
Έτσι οι εργάτες για να είναι σίγουροι ότι δεν χάσουν ωρομίσθιο έφευγαν από τα σπίτια τους πριν ακόμα ξημερώσει για να χτυπήσουν έγκαιρα την κάρτα τους. Οι εργαζόμενοι την προπολεμική εποχή στα «Λιπάσματα» ξεχώριζαν θέλοντας και μη για την τήρηση του ωραρίου ενώ σπάνια δήλωναν ασθένεια παρά τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν.  

Η τοποθεσία «Λιπάσματα» γρήγορα γίνεται τοπωνύμιο οριοθετώντας μια περίκλειστη περιοχή μέσα στη Δραπετσώνα, αυτή του εργοστασίου, ενώ δεν είναι λίγες και οι φορές εκείνες που προπολεμικά αντικαθιστούσε και την ίδια την ονομασία της περιοχής, αφού τα Λιπάσματα γίνονται συνώνυμα της Δραπετσώνας. Λεωφορειακές γραμμές αναχωρούν από τον Πειραιά με κατεύθυνση τη Δραπετσώνα αναγράφοντας στην ενδεικτική πινακίδα τους «Λιπάσματα».

Όμως στα Λιπάσματα η ζωή και η εργασία δεν είναι αποτελούν εύκολη υπόθεση που γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για τους εργάτες στο Γυαλάδικο. Πρώτο αποτρεπτικό στοιχείο για όσους ήθελαν να εργαστούν εκεί ήταν η αφόρητη ζέστη που κυριαρχούσε. Μέσα από τεράστιες μπούκες φούρνων στους οποίους έπρεπε να ψηθεί το γυαλί πετάγονταν φλόγες, ενώ η ζέστη δημιουργούσε μια ομίχλη κάτω από τα υπόστεγα κάτι σαν ένα θολό τοπίο, όπως γίνεται ο αέρας στην έρημο από την πολύ ζέστη. Γυμνοί άνδρες από τη μέση και πάνω χειμώνα ή καλοκαίρι –πάντα το ίδιο μισόγυμνοι- φτυάριζαν ακατάπαυστα ταΐζοντας με καύσιμη ύλη τα καζάνια. Αργότερα η ζέστη θα γίνει ακόμα πιο έντονη όταν η φλόγα στους φούρνους αυτούς θα παράγεται από πετρέλαιο. Άλλοι φρόντιζαν να τους τροφοδοτούν με τη πρώτη ύλη του γυαλιού που ήταν πυριτικό οξύ σόδα και μάρμαρο. Αυτοί λέγονταν τροφοδότες.   


Ελάχιστα απομεινάρια μηχανών στέκουν παρατημένα να σκουριάζουν εντός του Υαλουργείου (Γυαλάδικου), χωρίς κανείς να νοιάζεται για την αξιοποίησή τους όσο ακόμα υπάρχουν...



Τα ίδια μηχανήματα την εποχή που ακόμα λειτουργούσαν


Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι προσπαθώντας να δώσουν σχήμα στο γυαλί φυσούσαν σε κάτι μακριούς κούφιους σωλήνες που στην άκρη τους βρισκόταν το ακατέργαστο γυαλί που διαρκώς έπρεπε να πυρακτώνεται για να μπορέσει ο μάστορας να του δώσει το επιθυμητό σχήμα. Αυτοί που έκαναν αυτή την εργασία λέγονταν τσιμπουκάδες.

Οι εργάτες του υαλουργείου, οι γυαλάδες εργάζονταν κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες που οι περισσότεροι θα πεθαίνουν νέοι χτυπημένοι από τη φυματίωση. Εργάζονται για ώρες με τον ιδρώτα να τους λούζει από την κορυφή ως τα νύχια ενώ από τη μια πλευρά τους χτυπάει η υψηλή θερμοκρασία που εξέρχεται από τους κλίβανους ενώ από την άλλη τους χτυπάνε δυνατά κύματα αέρα από τεράστιες φυσούνες που υπάρχουν για να ανανεώνουν τον αέρα στους χώρους των κλιβάνων. 

Ο Τσαρόπουλος μας λέει ότι η χειρότερη εργασία ήταν το άδειασμα του γυαλιού από τον κλίβανο. Όταν συνέβαινε αυτό όλοι οι εργάτες έφεραν ειδικές στολές και γυαλιά στα μάτια. Όση ώρα χυνόταν η μάζα που έβγαινε σαν υγρό ποτάμι όμοια με τη λάβα, από τον κλίβανο δεν έπρεπε ούτε να πλησιάσει κάποιος κοντά διότι κινδύνευε να καεί ζωντανός, ενώ τα δυστυχήματα ήταν συχνά όπως και η απώλεια της ζωής.
  
Εκτός από τους θερμαστές, τους τροφοδότες και τους τσιμπουκάδες υπήρχαν και οι «κουβαλάους» εκείνοι δηλαδή που έτρεχαν γρήγορα για να πάνε τα γυάλινα είδη στη γαλαρία ή στους φούρνους. Υπήρχε τέλος και μια τάξη «ανώτερη» θα λέγαμε στο γυαλάδικο. Αυτή αποτελούταν από τους ξένους μαστόρους. Περίτεχνα γυάλινα είδη όπως ανθοστήλες, πιατέλες κ.α.  φτιάχνονταν από τους ξένους γυαλάδες που συνήθως ήταν Γερμανοί, Τσέχοι και Ιταλοί και που είχαν περισσότερα προνόμια από τους Έλληνες.

Η υαλουργία των λιπασμάτων γρήγορα αποκτούσε και συναφείς κλάδους όπως εργαστήριο πλεκτικής στο οποίο οι εργάτες παρασκεύαζαν τα περιβλήματα των φιαλών. Η μια ανάγκη έφερνε διαρκώς την άλλη. Η Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, παρήγαγε ταυτόχρονα προϊόντα Λιπασμάτων (υπερφωσφορικά και σύνθετα), θειικού, υδροχλωρικού και νιτρικού οξέως, θειικό χαλκό, θειικό σίδηρο, αντιπερονοσπορίνη και όξινο τρυγικό κάλλιο.  Η τεράστια έκταση πάνω στην οποία απλώθηκαν οι εγκαταστάσεις καταδεικνύει και τις επεκτατικές διαθέσεις σε πολλούς άλλους τομείς αλλά και την φιλοδοξία του ιδρυτή της.


Ο όρμος Φωρών με τις παλιές εγκαταστάσεις του



Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος άλλωστε δεν στάθηκε στον κολοσσό των Λιπασμάτων, αλλά από τον ίδιο χρόνο που τα ίδρυσε (το 1909 δηλαδή) μαζί με άλλους ίδρυσε την αγγειοπλαστική εταιρεία με την επωνυμία «Κεραμεικός» στο Νέο Φάληρο την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε καθώς επιθυμούσε να αφοσιωθεί πλήρως στην υλοποίηση των σχεδίων του για την ανάπτυξη των Λιπασμάτων. Ωστόσο και η «Ανώνυμος Εταιρεία Κεραμεικός» που επίσης δημιούργησε με τον Αλέξανδρο Ζαχαρίου λειτουργούσε επιτυχώς επί πολλά χρόνια μέχρι το 1985 έτος που διέκοψε τη λειτουργία της.

Δυστυχώς και στην περίπτωση αυτή τα κτήρια της εταιρείας «Κεραμεικός» κατεδαφίστηκαν και το μόνο που έμεινε σήμερα για να μας θυμίζει την παρουσία της είναι η πύλη του εργοστασίου που είναι επενδυμένη με πλακίδια που το ίδιο εργοστάσιο παρήγαγε. Σήμερα σε πολλά σπίτια πιάτα και σερβίτσια φέρουν στο πίσω μέρος τους την ένδειξη «Κεραμεικός» με τον ταύρο ως σήμα κατατεθέν.




Το 1919 περιέρχεται στην κατοχή του η Κλωστοϋφαντουργική επιχείρηση «ΒΕΡΜΙΟΝ» με έδρα την Βέροια. Στην προσπάθειά του να την αναπτύξει εκμεταλλεύεται την υδατοκίνηση του Τριποτάμου πραγματοποιώντας τον ηλεκτροφωτισμό της Βέροιας και των Γιαννιτσών.

Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος εκτός από την έντονη επιχειρηματική του δράση αναμίχθηκε και με την πολιτική ζωή της χώρας γενόμενος υπουργός Εθνικής Οικονομίας κατά την περίοδο της βασιλικής παλινόρθωσης (Κυβέρνηση Κωνσταντίνο Δεμερτζή -1935), θέση από την οποία αναγκάστηκε όμως γρήγορα να εγκαταλείψει λόγω σοβαρής ασθενείας. Έπασχε από κύρωση του ήπατος νοσηλευόμενος επί διμήνου σε νοσοκομείο της Βιέννης στο οποίο άφησε και την τελευταία του πνοή στις 26 Αυγούστου του 1936.

Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος θεωρείται ο θεμελιωτής της ελληνικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Ωστόσο από όλες τις επιχειρήσεις το όνομά του συνδέθηκε με το εργοστάσιο «Λιπασμάτων» της Δραπετσώνας.  Η συνεχιζόμενη ανοδική πορεία του εργοστασίου των «Λιπασμάτων» σταματά θα λέγαμε με το θάνατό του. 

Τα «Λιπάσματα» κατά διάρκεια του πολέμου βομβαρδίζονται. Η λήξη του πολέμου διαγράφει ένα νέο ορίζοντα. Το 1946-47 περιέρχονται στην ιδιοκτησία του Μποδοσάκη – Αθανασιάδη. Τα «Λιπάσματα» επαναλειτουργούν καθώς αποτελούν μέρος της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ. Με αυτή την οικονομική ενίσχυση ανανεώνονται και συμπληρώνουν τον κατεστραμμένο από τον πόλεμο εξοπλισμό τους.






Τη δεκαετία του 1980 ότι χαλάει εντός των «Λιπασμάτων» παραμένει έτσι. Το Γυαλάδικο κλείνει οριστικά ενώ το 1992 η εταιρία μπαίνει σε διαδικασία εκκαθάρισης. 

Μετά από πολλές περιπέτειες στα τελευταία χρόνια της ζωής του με χίλια δύο εμπόδια κατάφερε να λειτουργήσουν έως το 1999 χρονιά που σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία του. Η θύρα του εργοστασίου με τις αλλοτινές ουρές των εργαζομένων που ανέμεναν να χτυπήσουν την κάρτα εργασίας τους έκλεισε οριστικά. 

Στη Δραπετσώνα δεν ακούγεται πλέον ο ήχος της σειρήνας του εργοστασίου που σηματοδοτούσε τις αλλαγές της βάρδιας. Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας που στο μεταξύ είχε αναλάβει τη τύχη των «Λιπασμάτων» αποφάσισε την κατεδάφιση. Λίγα μόνο κτήρια διασώθηκαν που από το 2003 κρίθηκαν διατηρητέα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Ανάμεσά τους το Ινστιτούτο Κανελλόπουλου και ένας ταινιόδρομος που μετέφερε τα λιπάσματα από τα εργοστάσια στο μόλο Κράκαρη.


Ο ταινιόδρομος που μετέφερε τα λιπάσματα από τα εργοστάσια στο μόλο Κράκαρη στέκει σήμερα ένα από τα ελάχιστα απομεινάρια μιας εποχής.


Το μόνο που επικρατεί σήμερα στην περιοχή είναι η εικόνα της εγκατάλειψης και της ερήμωσης. Η παλαιά κραταιά δύναμη της βιομηχανίας των Λιπασμάτων, της μεγαλύτερης βιομηχανίας σε έκταση κάποτε στα Βαλκάνια κατεδαφίστηκε άνευ λόγου, αφήνοντας κενά 245 στρέμματα παραθαλάσσιας γης πάνω στα οποία κάποτε, δέσποζαν εκατόν εννέα (!) οικοδομήματα βιομηχανικής παραγωγής. Κι όχι μόνο τα οικοδομήματα αυτά κατεδαφίστηκαν αλλά καταστράφηκε ολοσχερώς και ο βιομηχανικός τους εξοπλισμός. Τα «Λιπάσματα» χάθηκαν και μαζί ο συνοικισμός των Οικημάτων και το τρομερό Γυαλάδικο. Όμως το ίδιο σκηνικό επικρατεί και στις περισσότερες όμοιες συνοικίες που κάποτε αποτελούσαν κυψέλες εργασίας. Δεν είναι μόνο τα «Λιπάσματα», αλλά και το «Σαπουνάδικο», τα «Σφαγεία», το «Τσιμεντάδικο», το «Ασβεστάδικο»…


Μπροστά το φερόμενο ως ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή. Πίσω τα ελάχιστα απομεινάρια της αλλοτινής κραταιάς βιομηχανίας των Λιπασμάτων


Τώρα οι εισερχόμενοι με πλοίο ταξιδιώτες, δεν βλέπουν στα αριστερά τους τα εργοστάσια που κάποτε δέσποζαν στα Λιπάσματα, με τους πύργους, τους γερανούς, τις τσιμινιέρες και τα εναέρια βαγονέτα, παρά μόνο μια κενή έκταση. Ο καπνός από το φουγάρο των Λιπασμάτων (το σύμβολο του εργοστασίου) πέρασε πια στην ιστορία.

Παράρτημα Εικόνων:


Οι θάλαμοι θειικού οξέως στα Λιπάσματα

  
Σχεδιάγραμμα που αναφέρεται στην αποθήκη της προηγούμενης φωτογραφίας


Δελτίο αποθήκης Υαλοπινάκων (Γυαλάδικου)
Αποθήκη παραγγελιών. Τα προϊόντα αναμένουν τη φόρτωση σε πλοία μέσω της ταινίας μεταφοράς της προβλήτας Βασ. Γεωργίου (Κράκαρη).

Το χημείο των εγκαταστάσεων



Το παλιό Γυαλάδικο με τη νέα πτέρυγα στα δεξιά του

Από πλευράς θαλάσσης κυριαρχεί η νέα πτέρυγα του Γυαλάδικου που προστέθηκε μεταγενέστερα.
Εκθετήριο γυάλινων προϊόντων υαλουργείου ή ό,τι απέμεινε από αυτό...
Ο Δήμος Κερατσινίου - Δραπετσώνας έχει τοποθετήσει στο χώρο σχετική ένδειξη για τον Θεμιστοκλή δίπλα ακριβώς στο φερόμενο ως ταφικό του μνημείο (για άλλους Φρυκτωρίες) στην οποία αναγράφεται 480 π.Χ. Ναυμαχία, 1827 μ.Χ. Ταμπούρια, 1944 μ.Χ. Ηλεκτρική

Το φερόμενο ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή αγναντεύει το πέλαγος

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"