Λυσίας και Πειραιάς (η πόλη του μεγάλου ρήτορα και λογογράφου)

Το άγαλμα του Λυσία σε πάρκο στις Βερσαλίες φιλοτεχνημένο από τον Jean Dedieu
(Wikimedia Commons)


του Στέφανου Μίλεση

Ένας από τους σημαντικότερους λογογράφους της αρχαιότητας υπήρξε και ο Λυσίας
Διαβάζοντας τη βιογραφία του είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Πειραιάς καθόλου δεν αναφέρεται σε αυτήν, όπως συμβαίνει και με τόσες άλλες αρχαίες ή σύγχρονες προσωπικότητες στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε ταυτίσει την παρουσία του με τον Πειραιά, όσο και ο πατέρας του.

Για να εξετάσουμε τη σχέση του Λυσία με τον Πειραιά, θα πρέπει να ανατρέξουμε μερικά χρόνια νωρίτερα, την εποχή που ένας επιχειρηματίας από τις Συρακούσες της Σικελίας, ο Κέφαλος, αποδέχεται πρόσκληση του Περικλή και εγκαθίσταται στον Πειραιά. 

Η πρόσκληση του Περικλή αποσκοπεί στην προσέλκυση μεγάλων επιχειρηματιών στον Πειραιά, ώστε να τον καταστήσει σημαντικό ναυτιλιακό, εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο. Από την πλευρά του ο Κέφαλος, έρχεται με προθυμία καθώς προσδοκά κέρδη από την εγκατάστασή του στον Πειραιά. Αυτός ο επιχειρηματίας ο Κέφαλος ήταν ο πατέρας του Λυσία! 

Ο Κέφαλος δημιούργησε στον Πειραιά μεγάλη περιουσία η οποία προήλθε από ένα εργοστάσιο κατασκευής ασπίδων, στο οποίο εργάζονταν 120 άτομα! 

Εκείνη την εποχή της οικονομικής ευμάρειας του Κέφαλου στον Πειραιά γεννήθηκε ο Λυσίας. Εκτός από το εργοστάσιο διέθεταν τρεις μεγάλες κατοικίες εκ των οποίων η μια ήταν δίπλα στο εργοστάσιο κατασκευής των ασπίδων. 

Ο Κέφαλος έζησε τριάντα ολόκληρα χρόνια στον Πειραιά και πεθαίνοντας άφησε πίσω του τεράστια περιουσία. Το γεγονός ότι αν και μέτοικος διέθετε εργοστάσιο και σπίτια, μεγάλη δηλαδή περιουσία, μας δείχνει ότι είχε χαρακτηριστεί ισοτελής μέτοικος. 

Ο Πειραιάς στην αρχαιότητα - Έργο του Γ. Τσαρούχη (1965)


Η ένταξη σε αυτή την ιδιαίτερη τάξη μέτοικων δείχνει ότι ο Περικλής είχε επιδείξει ιδιαίτερη μέριμνα στους επιχειρηματίες που μετανάστευαν και ίδρυαν επιχειρήσεις στην Αθηναϊκή δημοκρατία, βοηθώντας την οικονομική της άνθηση, αφού όσοι είχαν χαρακτηριστεί ισοτελείς, δεν κατέβαλλαν το μετοίκιο που ήταν υποχρεωτικό για τους μετοίκους. 

Ο Κέφαλος εκτός από τον Λυσία είχε ακόμα τον Πολέμαρχο και τον Ευθύδημο. Τα παιδιά έμειναν μετά το θάνατο του πατέρα τους για άλλα δεκαπέντε χρόνια στον Πειραιά και το 430 π.Χ. αναχώρησαν για τους Θούριους, μια ελληνική αποικία στη Νότια Ιταλία, για να αναπτύξουν κι εκεί επιχειρηματική δράση.  

Ο Λυσίας όμως το διάστημα παραμονής του στην Ιταλία το εκμεταλλεύτηκε σπουδάζοντας ρητορική στον Συρακούσιο Τισία. Στο μεταξύ οι Αθηναίοι έχασαν στον Πελοποννησιακό πόλεμο και εξαιτίας αυτού έχασαν και τις αποικίες τους στην Σικελία. Τόσο στην ίδια την Αθήνα όσο και στις πρώην αποικίες της οι δημοκρατικοί βρίσκονται υπό διωγμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Λυσίας και ο Πολέμαρχος αναγκάζονται να επιστρέψουν πίσω στον Πειραιά. Στην ηττημένη Αθήνα τη "Βουλή των Τετρακοσίων" διαδέχονται οι "Τριάκοντα Τύραννοι". 

Η προτομή του Λυσία στο Αχίλλειο της Κέρκυρας


Ο Πειραιάς χάνει την οικονομική του ευμάρεια και τη δόξα της εποχής του Περικλή. Ακολουθούν διώξεις των δημοκρατικών με δημεύσεις των περιουσιών τους. Οι "Τύραννοι" ευνοούν τους Αθηναίους που υποστηρίζουν τους ολιγαρχικούς, προσφέροντάς τους πολυτελείς επαύλεις που έχουν δημεύσει αντί ευτελούς τιμής! Στη δίνη των διώξεων αυτών βρίσκεται και ο Λυσίας με τον αδελφό του Πολέμαρχο. Βρίσκονται καταγεγραμμένοι σε μια λίστα με τους δέκα πιο επικίνδυνους μετοίκους που οι Σπαρτιάτες με τους "Τριάκοντα" έπρεπε να καταδιώξουν! 

Ο Πολέμαρχος συλλαμβάνεται στον δρόμο και εξαναγκάζεται να πιει κώνειο από τον Ερατοσθένη. Ο Λυσίας σώζεται την τελευταία στιγμή δωροδοκώντας αντιπάλους. Καταφέρνει να δραπετεύσει με μια βάρκα από τον Πειραιά στα Μέγαρα, έχοντας αφήσει πίσω του ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Ο Μελόβιος ένας άλλος από τους "Τριάκοντα τυράννους" αρπάζει τα χρυσά σκουλαρίκια από τα αυτιά της γυναίκας του Πολέμαρχου. Το μένος των Σπαρτιατών όπως εκφράζεται διαμέσου των "Τριάκοντα" είναι τόσο μεγάλο, ώστε απαγορεύουν στην οικογένειά του να πραγματοποιήσουν κηδεία σε οποιοδήποτε από τα τρία σπίτια τους! 

Από τα Μέγαρα με την περιουσία που έχει διασώσει, υποστηρίζει τον δημοκρατικό Θρασύβουλο ο οποίος μάχεται τους Τυράννους στέλνοντάς του ασπίδες από το πειραϊκό του εργοστάσιο, χρήματα και άνδρες των οποίων το μισθό αναλαμβάνει να καταβάλλει ο ίδιος.

1841 - Σχέδιο προτομής Λυσία (Ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης)


Όμως και με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (το 403 π.Χ.) ο Λυσίας δεν αποκτά το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη, παρά την εισήγηση του Θρασύβουλου, για τα όσα προσέφερε στην Αθήνα και στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και παραμένει ως τον θάνατό του μέτοικος, όπως και ο πατέρας του Κέφαλος. 

Φτωχός πλέον, με τη θλίψη που τον διακατέχει για τη δολοφονία του αδελφού του, έχοντας χάσει όλη του την περιουσία, σπίτια, εργοστάσιο και μετρητά είτε διότι οι ολιγαρχικοί τα δήμευσαν, είτε διότι ο ίδιος τα προσέφερε στον αγώνα κατά της τυραννίας, επιστρέφει πίσω στον Πειραιά.  

Κάνει μια και μοναδική δημόσια εμφάνιση σε δικαστήριο, ως κατήγορος του Ερατοσθένη, του φονιά του αδελφού του. Εκεί εκφωνεί ο ίδιος το μοναδικό λόγο που έχει συγγράψει (τον "Λόγο κατά Ερατοσθένους").

Όλους τους υπόλοιπους λόγους ο Λυσίας τους συγγράφει για λογαριασμό άλλων, επί πληρωμή, τους οποίους οι κατηγορούμενοι αποστηθίζουν για να απαγγείλουν στα δικαστήρια για την υπεράσπισή τους, αφού απαγορευόταν και η ανάγνωση γραπτής υπεράσπισης και η παρουσία κάποιου ρήτορα υπεράσπισης. 

Ο Λυσίας ζει γράφοντας λόγους για άλλους για να επιβιώσει!  Επί 34 χρόνια (403 - 380 π.Χ.) γράφει αδιάκοπα για να εξασφαλίσει το φαγητό και τη στέγασή του. Ο άνθρωπος που υπήρξε "χορηγός" των δημοκρατικών αγώνων, μένει στην αφάνεια γράφοντας λόγους υπεράσπισης κατηγορουμένων στα δικαστήρια.  

 Ανάμεσα στους λόγους του, ο πιο δημοφιλής λόγω πολυετούς διδασκαλίας του στα σχολεία είναι ο λόγος "Υπέρ Αδυνάτου"
Γνωστός είναι και ο επιδεικτικός λόγος του με τίτλο "Ολυμπιακός", που απαγγέλθηκε από τον Λυσία κατά τους 98ους Ολυμπιακούς Αγώνες (388 π.Χ.).

Ο Λυσίας γράφει και την υπεράσπιση του Σωκράτη ο οποίος δεν την χρησιμοποίησε. 

Ο Λυσίας στο λόγο του "Κατά Ερατοσθένους" (F1) μας παρέχει πολλά πληροφοριακά στοιχεία για το τι συνέβαινε τότε με τις διώξεις των δημοκρατικών πολιτών στον Πειραιά. 

Οι λόγοι του Λυσία εκθέτουν την δεξιότητά του στη λογογραφή χωρίς να προβάλλουν κραυγαλέα την ρητορική του ικανότητα. Έγραφε για άλλους που δεν ήταν ρήτορες, κατά συνέπεια όφειλε να προσαρμόζει τη γραφή του στο επίπεδο των παραγγελιοδόχων του. Έγραφε χωρίς να φαίνεται η ηλικία ή το πνευματικό επίπεδο εκείνων που τον μίσθωναν. 

Ο Λυσίας είναι αναγνωρισμένος ρήτορας και λογογράφος παγκοσμίως. Στον κήπο των Βερσαλιών δεσπόζει μαρμάρινο άγαλμά του. Στον Πειραιά όχι!!

Στο έργο "Δημοκρατία" του Πλάτωνα η πρώτη σκηνή εξελίσσεται στον Πειραιά στο σπίτι Πολέμαρχου, που βρισκόταν δίπλα στο εργοστάσιο κατασκευής των ασπίδων! 

Ο παραγκωνισμός και η περιθωριοποίηση της μεγάλης προσωπικότητας του Λυσία στον Πειραιά, αποτελεί προκλητική άρνηση στην ιστορία της πόλης, όταν τόσοι άνθρωποι έχουν τιμηθεί με ονοματοθεσίες δρόμων, πλατειών ή με ανδριάντες και προτομές, εκτός από τον μέγα λογογράφο και ρήτορα Λυσία.   




(F1): "Ο πατέρας μου Κέφαλος ακολούθησε τη συμβουλή του Περικλή και ήρθε σ'αυτό τον τόπο, όπου έζησε τριάντα χρόνια και με κανέναν ποτέ ούτε εμείς ούτε εκείνος δεν ήρθαμε σε δικαστικό αγώνα, ούτε ως κατήγοροι ούτε ως κατηγορούμενοι, αλλά ζούσαμε τον καιρό της δημοκρατίας με τέτοιον τρόπο, που ούτε εμείς βλάφταμε τους άλλους ούτε οι άλλοι μας ενοχλούσαν. 

Όταν πήραν την εξουσία οι Τριάντα, αυτοί οι πανούργοι και συκοφάντες, διακήρυξαν ότι ήταν απαραίτητο να εκκαθαρίσουν την πόλη από τα επικίνδυνα στοιχεία, και έτσι να οδηγηθούν οι πολίτες σε μια φρόνιμη και ενάρετη ζωή. Μολονότι όμως υπόσχονταν κάτι τέτοια, τίποτε απ' αυτά δεν επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν, όπως θα προσπαθήσω να σας θυμίσω και σχετικά μ' εσάς, αφού μιλήσω πρώτα για το προσωπικό μου θέμα.
.........................................................................................


Όσοι πάλι κατεβήκατε στον Πειραιά, θυμηθείτε πρώτα πρώτα την υπόθεση των όπλων: ενώ είχατε πάρει μέρος σε πολλές μάχες σε ξένους τόπους, τα όπλα σας τα στέρησαν όχι εθνικοί σας εχθροί, αλλά αυτοί εδώ, και μάλιστα σε περίοδο ειρήνης· ύστερα σας κήρυξαν έκπτωτους από την πόλη που σας είχαν παραδώσει οι πρόγονοί σας, και όσο ζούσατε στην εξορία, αυτοί ζητούσαν την έκδοσή σας από διάφορες πόλεις. Για όλα αυτά πρέπει να αισθανθείτε τόση οργή, όση και τον καιρό της εξορίας σας, και να θυμηθείτε και όσα άλλα δεινά υποφέρατε από αυτούς: άλλους έσερναν από την αγορά και άλλους από τόπους λατρείας, και τους σκότωναν· άλλους άρπαζαν βίαια από τα παιδιά, τους γονείς και τις γυναίκες τους, τους ανάγκαζαν να αυτοκτονήσουν και δεν έδιναν καν άδεια να θαφτούν με τα καθιερωμένα έθιμα, πιστεύοντας ότι η δική τους εξουσία θα ήταν μονιμότερη από την τιμωρία των θεών. Και όσοι ξεφύγατε το θάνατο, έχοντας περάσει πολλούς κινδύνους, έχοντας περιπλανηθεί σε πολλές πόλεις και αντιμετωπίζοντας από παντού την άρνηση, χωρίς να έχετε καν τα απαραίτητα για να ζήσετε, άλλοι από σας έχοντας αφήσει τα παιδιά σας σε πατρίδα τώρα εχθρική, άλλοι σε ξένους τόπους, έχοντας γύρω σας πολλούς αντιπάλους, ήρθατε τέλος στον Πειραιά. Ύστερα από πολλούς και μεγάλους κινδύνους, με τη γενναιότητά σας άλλους ελευθερώσατε και άλλους φέρατε πίσω στην πατρίδα. Αν όμως αποτυχαίνατε και αστοχούσατε στις προσπάθειές σας αυτές, εσείς οι ίδιοι θα παίρνατε πάλι το δρόμο της εξορίας, από φόβο μήπως ξαναπάθετε τα όσα είχατε υποφέρει πριν. Και τότε μέσα στην άδικη ταλαιπωρία σας, έτσι που φέρονταν αυτοί, δε θα σας ωφελούσαν ούτε ιερά ούτε βωμοί, αυτά που προσφέρουν προστασία ακόμα και στους ενόχους. Και όσο για τα παιδιά σας, όσα έμεναν εδώ, αυτοί θα τα μεταχειρίζονταν εξευτελιστικά, ενώ όσα ήταν στα ξένα, θα είχαν καταντήσει δούλοι, για να ξεπληρώσουν ασήμαντα χρέη, αφού δε θα ήταν κανείς να τα συντρέξει."
(Μετάφραση από Ν. Χουρμουζιάδη, Πύλη για την ελληνική γλώσσα -http://www.greek-language.gr

Και οι λίγοι φτάνουν…Παύλος Μελάς

Ο Παύλος Μελάς μαζί με τον γιο του Μιχαήλ
τον οποίο επίσης έχει ντύσει με τη στολή του Ανθυπολοχαγού

του Στέφανου Μίλεση

Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1904 πραγματοποιείται η ηλεκτροδότηση του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών Πειραιώς. Ο κόσμος τρομοκρατημένος από τη χρήση του ηλεκτρικού φτάνει στο σημείο να εκδίδει μονό εισιτήριο διαδρομής, καθώς δεν είναι σίγουρος ότι θα ταξιδεύσει ασφαλώς, ώστε να φτάσει στον προορισμό του ζωντανός. 

Στις 10 Οκτωβρίου το «ηλεκτρικό τραίνο» όπως το αποκαλούσαν, διακόπτει τη λειτουργία του καθώς ένας 25χρονος Κρητικός ο Τσιμιγγάκης, θέλοντας να επιβεβαιώσει τις φήμες που είχε ακούσει για τον κίνδυνο του ηλεκτρικού, προσπάθησε ρίξει στις γραμμές σίδερο για να προκαλέσει βραχυκύκλωμα. Ο περίεργος αυτός άνθρωπος συνελήφθη εγκαίρως και ο πειραματισμός του απέτυχε. 

Λίγες μέρες αργότερα στις 12 Οκτωβρίου, το πρωινό τραίνο των οκτώ σταμάτησε ξαφνικά στο ύψος του Μοσχάτου. Το απότομο αυτό σταμάτημα δημιούργησε πανικό στους επιβάτες, οι οποίοι έντρομοι προσπάθησαν να ανοίξουν τις θύρες των βαγονιών για να βγουν, φοβούμενοι ότι θα καούν εξαιτίας κάποιου βραχυκυκλώματος. Κατεβλήθη μεγάλη προσπάθεια, ώστε οι θύρες να μην ανοίξουν, καθώς τότε ήταν που θα διέτρεχαν το φόβο να πατήσουν οι επιβάτες πάνω στις ηλεκτροφόρες γραμμές. Οι ξαφνικές στάσεις του «ηλεκτρικού τραίνου» από κάψιμο ασφαλειών ήταν συχνές, τόσες που ο λαός τελικώς τον βάφτισε «Σταμάτη». Οι αμαξάδες το διάστημα αυτό έκαναν χρυσές δουλειές. Από τις 16 Οκτωβρίου σταθμεύουν έξω από κάθε σιδηροδρομικό σταθμό και εκτελούν τα ίδια δρομολόγια με τον  «ηλεκτρικό» στον οποίο οι επιβάτες φοβούνται να μπουν. 

Μια ακόμα είδηση που μονοπωλεί τις εφημερίδες το ίδιο διάστημα, είναι ο πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Ιαπώνων που καταλήγει στην πολιορκία της πόλεως του Πορτ Άρθουρ από τους Ιάπωνες. Μέσα από την πόλη, στο πλευρό των πολιορκούμενων Ρώσων βρίσκεται και ο Ιωάννης Βρυώνης ο οποίος είναι τροφοδότης του Ρωσικού Στόλου. Ο Ιωάννης Βρυώνης Έλληνας προερχόμενος από τη Μαντζουρία, μιλούσε άψογα Ρώσικα, έμπορος αρχικά, αλλά στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του τροφοδότη. Το επάγγελμα αυτό, του απέφερε πολλά πλούτη και δύο λαμπρά διακοσμημένα Μέγαρα, που δέσποζαν στις παρυφές της υδραίικης συνοικίας. Σύντομα η περιοχή θα λάβει το όνομά του και θα γίνει γνωστή ως συνοικία Βρυώνη. Την εποχή εκείνη όμως, οι τηλεγραφικές ανταποκρίσεις του έχουν στρέψει τα μάτια όλων των Πειραιωτών, να παρακολουθούν με αγωνία την άμυνα μιας πόλης, της οποίας την ύπαρξη οι περισσότεροι αγνοούσαν λίγο καιρό πριν. Ο Ιωάννης Βρυώνης έχοντας στο πλευρό του τον γιο του Εμμανουήλ, είχαν οριστεί να είναι οι επίσημοι τροφοδότες του Ναύαρχου Αλέξιεφ και τον ακολουθούσαν κατά πόδας όπου κι αν αυτός επιχειρούσε. Αποτέλεσμα της εκεί παρουσίας τους, ήταν να γίνουν ανάρπαστοι από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και κάθε άφιξη δικών τους νέων όχι μόνο στον Πειραιά, αλλά σε όλες τις εφημερίδες πανελληνίου κυκλοφορίας, που αμέσως γίνονταν πρωτοσέλιδα. 

Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, και μια μικρή είδηση, ασήμαντη θα υπέθετε κάποιος, που ανήγγειλε νέα από τη Μακεδονία. Με δύο μόνο γραμμές δινόταν η πληροφορία ότι στην Καστοριά ο εκεί Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ίδρυσε άσυλο προς περίθαλψη των ορφανών της Μακεδονίας. Τα νέα γενικώς από τη Μακεδονία φαίνεται ότι δεν ενδιέφεραν τον πολύ κόσμο, καθώς ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, ήταν φορέας διαφορετικών αντιλήψεων και ιδεών. 
Πολλοί θεωρούσαν την υπόθεση της Μακεδονίας χαμένη και την Ελλάδα μικρή και αδύναμη για να προστατεύσει το ελληνικό στοιχείο που υπέφερε τα πάνδεινα σε αυτό το καθαρό κομμάτι ελληνικής γης. 

«Δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθεί κάποιος με τη Μακεδονία, αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις» έλεγαν «έχουν ήδη καθορίσει το μέλλον της. Ποιοι είμαστε εμείς που μπορούμε να αλλάξουμε τις αποφάσεις τους;»

Άλλωστε η καθημερινότητα ήταν σκληρή για τον κάθε εργαζόμενο.  Ειδικά στον Πειραιά ο εργατικός κόσμος διεκδικούσε καλύτερη αμοιβή εργασίας στο λιμάνι. Οι έμποροι συνεδρίαζαν για να βρουν τρόπο να εξάγουν τα προϊόντα τους. Μέχρι που στις 19 Οκτωβρίου του 1904 μια είδηση παραμερίζει το φόβο του «ηλεκτρικού τραίνου», την πολιορκία του Πορτ Άρθουρ και τις ανταποκρίσεις του Ιωάννη Βρυώνη. Αυτή η είδηση κάνει όλες τις άλλες μηδαμινές μπροστά της. 

Ανακοινώνεται ο θάνατος ενός ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού Παύλου Μελά που είχε πέσει μαχόμενος μέρες νωρίτερα, στις 13 Οκτωβρίου

Ο Μελάς που δεν ήταν Μακεδόνας, είχε αφήσει την ευμάρεια της ζωής που η οικογένειά του προσέφερε, είχε αφήσει την αγαπημένη του σύζυγο και τα δύο μικρά παιδιά του και είχε τρέξει να παραδώσει τα τριάντα του χρόνια στο βωμό της υπόθεσης που καλείτο Μακεδονία! Την ώρα που κάποιοι απαξιούσαν ακόμα και να διαβάσουν τα νέα από τη Μακεδονία, επιλέγοντας να διαβάσουν τις ειδήσεις περί του «ηλεκτρικού τραίνου» και της πολιορκίας του «Πορτ Άρθουρ», αυτός ο νέος, γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας έπεφτε νεκρός. Με τη θέρμη της ψυχής του είχε αναλάβει την υπεράσπιση της τιμής και της υπόληψης των υπολοίπων, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού, των οποίων οι προτεραιότητες ήταν διαφορετικές

Την εποχή που ο Μελάς αναχωρούσε μυστικά για τη Μακεδονία, χωρίς κανείς να γνωρίζει, ούτε ακόμα και η ίδια του η οικογένεια, άλλοι κανόνιζαν χορευτικές εκδηλώσεις στα ξενοδοχεία του Νέου Φαλήρου, εσπερίδες και προεσπερίδες. 

Ειδικά στο ξενοδοχείο «ΑΚΤΑΙΟΝ», του οποίου τα εγκαίνια είχαν γίνει λίγο μόλις καιρό πριν (1 Ιουνίου του 1903), οι συνομήλικοι του Παύλου σχημάτιζαν ουρές για να εισέλθουν σε ένα κόσμο διασκέδασης και πολυτέλειας που το συγκεκριμένο μέγαρο άπλετα προσέφερε. Και ο Παύλος ήταν νέος, και ο Παύλος θα ήθελε να διασκεδάσει, να χορέψει, να γευτεί τη ζωή του σε κάθε πτυχή της, σε κάθε στιγμή της. Όμως δεν άντεχε άλλο να βλέπει τη ντροπή της ήττας του 1897 να τη διαδέχεται μια ακόμα εθνική απώλεια. 

Το άγγελμα του θανάτου του, έπεσε ως σάλπισμα μιας πανελλήνιας πνευματικής έγερσης. Ο θάνατός του ξύπνησε τους βαθιά υπνωμένους Έλληνες από τον κάματο της απραξίας και της αποδοχής των ειλημμένων αποφάσεων. Από τις 19 Οκτωβρίου του 1904 και ύστερα, τα νέα πλέον από τη Μακεδονία έπαψαν να είναι στα "ψιλά γράμματα". Τεράστιοι πρωτοσέλιδοι τίτλοι δεν μετέδιδαν απλώς τα νέα του θανάτου του, αλλά το μήνυμα της στροφής και πάλι προς τα εθνικά ιδεώδη. 

Από τις 19 Οκτωβρίου του 1904 και ύστερα, τα νέα πλέον από τη Μακεδονία έπαψαν να είναι στα "ψιλά γράμματα".


Ο θάνατός του έγινε «πρόσκληση για μίμηση και εκδίκηση» όπως έγραψε η εφημερίδα «Ακρόπολις». Τα έθνη που ζουν, δεν είναι εκείνα που ο λαός τους επιδίδεται μετά μανίας εις το «ευ ζην» αλλά εις το «καλώς θνήσκειν». 

Εκείνοι που θέτουν ως εθνική σημαία και λάβαρό τους, το οικονομικό συμφέρον που θα τους εξασφαλίσει μια άνετη ζωή, αδιαφορώντας για τη θέληση του λαού που κυβερνούν, είναι καταδικασμένοι να χαθούν με το χειρότερο τρόπο, αργά σε βάθος χρόνου φθειρόμενοι, άμαχοι και ατιμασμένοι. Το παράδειγμα ενός μόνο άνδρα, του Παύλου Μελά, στάθηκε ικανό να αλλάξει την προκαθορισμένη μοίρα ενός μεγάλου τμήματος της Ελλάδας. 

Πλήθος από όλη την Αττική συγκεντρωμένο έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών για να παρακολουθήσει το μνημόσυνο του Παύλου Μελά


Στις 22 Οκτωβρίου του 1904, ημέρα Παρασκευή, τελέστηκε το μνημόσυνο για τον Παύλο Μελά στην Μητρόπολη Αθηνών. Την ημέρα εκείνη οι εργάτες του λιμανιού διέκοψαν την απεργία τους, όπως και οι εργάτες των κυλινδρόμηλων. Ο Πειραιάς έλαβε μια πένθιμο όψη, βυθισμένος ολάκερος σε μια μελαγχολία αλλά συνάμα και σε έναν ιερό ενθουσιασμό. Οι θαμώνες των καφενείων σηκώνονταν από τις θέσεις τους και έφευγαν, οι αγοραστές των καταστημάτων άφηναν στην άκρη ό,τι είχαν επιλέξει να αγοράσουν και αποχωρούσαν από τα καταστήματα, τα οποία μόλις άδειαζαν από τον κόσμο, έκλειναν. Σε λίγο μόνο διάστημα το αδιάφορο αλλά πολύβουο πλήθος του μεγάλου λιμανιού, μεταβλήθηκε σε μια απέραντη νεκρούπολη. Όλοι ανέβαιναν στην Αθήνα για δηλώσουν την παρουσία τους στο μνημόσυνο του Μελά. Κανείς πλέον δεν αγωνιούσε για το "ηλεκτρικό τραίνο" και τους κινδύνους ενός βραχυκυκλώματος. 

Και αυτή η εικόνα του ότι κάτι είχε αλλάξει δεν συνέβαινε μόνο στον Πειραιά. Ο απανταχού ελληνικός κόσμος παρακολουθούσε εναγωνίως τα δεινά της πολύπαθους Μακεδονίας. 
Ο Μελάς έδειξε ότι ένας και μόνο άνδρας είναι αρκετός…   


Υ.Γ: Ο Παύλος Μελάς ήταν απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων του Πειραιά του 1891. Σπανίως αναφέρεται η σχέση του Παύλου Μελά με τον Πειραιά, από τον οποίο όχι μόνο αποφοίτησε αλλά στρατολόγησε στη συνέχεια και το μεγαλύτερο μέρος των Κρητών που έλαβαν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα. Μεγάλο μέρος των Κρητών αυτών διέμενε στον Πειραιά. Ένας ακόμα Έυελπις και Πειραιώτης υπήρξε και ο Μαζαράκης Κωνσταντίνος απόφοιτος Ιωνιδείου γυμνασίου και ΣΣΕ Πειραιά. Το 1905 συγκρότησε σώμα Μακεδονομάχων και έδρασε μυστικά με το όνομα Καπετάν Ακρίτας. Πολλοί που συγκροτούσαν τα σώματα Μακεδονομάχων είχαν στρατολογηθεί από τον Πειραιά ακόμα και από τα καφενεία που σύχναζαν. Η προσφορά του Πειραιά σε έμψυχο προσωπικό στους Μακεδονικούς Πολέμους ήταν τεράστια αλλά δυστυχώς άγνωστη.


Ο παράξενος ταξιδιώτης του πειραϊκού καφενείου του Ρολογιού (Δημήτρης Τζαβέλας)


του Στέφανου Μίλεση

  
Για την ιστορία ενός παράξενου ανθρώπου, γόνου ηρωικής οικογενείας, που ενώ ήταν για χρόνια χαμένος, εμφανίστηκε γεμάτος από τατουάζ που κάλυπταν όλο του το κορμί, έχουν γράψει κι άλλοι πριν από μένα, όπως ο Τάσος Κοντογιαννίδης που πρώτος δημοσίευσε την ιστορία στη εφημερίδα «Real News». 

Ωστόσο πολλά χρόνια προγενέστερα, το 1939, ένας μεγάλος λογοτέχνης, ο Στέφανος Δάφνης είχε καταπιαστεί με την ίδια ιστορία, την οποία είχε δημοσιεύσει ως χρονογράφημα με τίτλο «Ο αινιγματώδης Σουλιώτης» από την οποία προκύπτει η κάπου μέσα σε όλη αυτή την ιστορία εμπλέκεται κατά κάποιο τρόπο και ο Πειραιάς, αφού κατά πάσα πιθανότητα η εξέλιξη της ιστορίας θα ήταν διαφορετική εάν ο παράξενος εκείνος άνθρωπος δεν είχε κάνει πρώτα την εμφάνισή του στην πόλη μας, στον Πειραιά. 

Στον Πειραιά επίσης έπαιξε ρόλο κι ένας θαμώνας καφενείου και γνωστός «πολιτευτής» ο Κωνσταντίνος Πλατούτσας. Η ιστορία αυτή έχει εν συντομία ως εξής. 

Ιούνιος 1892


Το 1892 ένας αλλόκοτος  άνθρωπος, με γκρίζα γένια και μια τεράστια ουλή κάτω από το δεξί του μάτι, αποβιβάζεται στο λιμάνι του Πειραιά. Ο παράξενος ταξιδιώτης, αφού βγήκε από ένα εμπορικό πλοίο, έστεκε για ώρα ακίνητος στην προβλήτα της Τρούμπας, κοιτάζοντας ολόγυρα σαν να του ήταν γνώριμο το περιβάλλον από τα παλιά. Στη συνέχεια κίνησε προς το Δημαρχείο της πόλης, το «Ωρολόγιο» στο ισόγειο του οποίου βρισκόταν το καφενείο του Κομνηνού.  



Μιλούσε όμοια με τους μετανάστες, που επέστρεφαν ύστερα από πολλά χρόνια πίσω στην πατρίδα και εκφράζονταν παράξενα, ανακατεύοντας ξενικές λέξεις στην ομιλία τους. Όλοι μέσα στο καφενείο στράφηκαν προς τον παράξενο άνδρα και άρχισαν να τον κοιτούν επίμονα, καθώς από την κορυφή ως τα νύχια ήταν κατάστικτος από ζωγραφιές, απεικονίσεις άγριων ζώων. 

Τα αλλόκοτα στίγματα (τατουάζ), που κάλυπταν όλο το σώμα του, όμοια με εκείνα που κεντούσαν πάνω τους οι ναυτικοί και οι φυλακισμένοι. Συστήθηκε με το όνομα «Καπετάν Κωνσταντής» κι έλεγε ότι ερχόταν από τα βάθη των Ανατολικών Ινδιών. 



Την ίδια ώρα στο διπλανό ακριβώς τραπέζι, καθόταν ένας γνωστός τύπος του Πειραιά, ο Κωνσταντίνος Πλατούτσας.  Επρόκειτο για έναν μόνιμο «πολιτευόμενο» της εποχής. Έναν στην κυριολεξία πολυμήχανο άνδρα, που ξόδευε τις μέρες του αναίτια στα καφενεία, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως πολιτευτή και βαφτισιμιό του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. 

Η καταγωγή του ήταν από το Άργος, όπου οι συμπολίτες του -που τον γνώριζαν καλά- τον είχαν καταψηφίσει επτά φορές! Την όγδοη φορά όμως τον λυπήθηκαν και αποφάσισαν να τον στείλουν «για γούστο» στο κοινοβούλιο. Ο Κωνσταντίνος Πλατούτσας λίγο διότι ήταν αρεστός από χωρατά του, λίγο διότι ήταν βαφτισιμιός του Δεληγιάννη και τέλος λίγο από τη λύπηση των Αργείων συμπολιτών του, πέτυχε να εισέλθει πανηγυρικά στο κοινοβούλιο. Ύστερα από την επιτυχία του αυτή, μπορούσε άνετα να σπαταλά τον χρόνο του ανενόχλητος στο καφενείο του Ωρολογίου, επιλέγοντάς το με μοναδικό κριτήριο διότι διέβλεπε ότι εκεί οι ευκαιρίες έρχονταν με τα πλοία της γραμμής.



Η μακρά παραμονή του Πλατούτσα στο Ωρολόγιο ήταν γνωστή ακόμα και έναν άλλο θαμώνα του ίδιου καφενείου που σύχναζε εκεί όταν πήγαινε στον Πειραιά, στον σατιρικό ποιητή τον Γεώργιο Σουρή
Ο Σουρής είχε μάλιστα γράψει για αυτόν τον τύπο:

«Ο πατέρας του Πλατούτσα
και η μάνα του Πλατούτσα
κάνανε το πλάτσα πλούτσα
και γεννήσαν τον Πλατούτσα»


Πειραιάς 1892


Αυτός ο Πλατούτσας λοιπόν, μόλις είδε τον παράξενο κατάστικτο ταξιδιώτη να κάθεται στο διπλανό τραπέζι του Ωρολογίου, διέβλεψε κέρδος από τη συνεργασία μαζί του και δεν άργησε να τον πλευρίσει. Τον έπεισε ότι με το παράξενο παρουσιαστικό του, θα μπορούσαν να κερδίσουν χρήματα και οι δύο, με την ιδέα που θα του πρότεινε. Τον έβαλε να υπογράψει συμβόλαιο, με το οποίο δεχόταν να εκθέτει τον εαυτό του ως δημόσιο θέαμα με είσοδο! 

Ο Πλατούτσας γρήγορα τοιχοκόλλησε σε όλους τους δρόμους ανακοινώσεις για τον άνθρωπο που ήρθε από τα τροπικά δάση, με εικόνες θηρίων και πραγματικά έγινε χαμός από τον κόσμο που συνέρρεε να τον δει από κοντά. Η επίδειξη γινόταν σε κάποιο χώρο στην Αθήνα, στην οδό Λυκαβηττού δίπλα στο Ταχυδρομείο, όπου ο Πλατούτσας είχε νοικιάσει. 

Ο κόσμος πλήρωνε 50 λεπτά την είσοδο, για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Ως Καπετάν Γεώργης ο κατάστικτος πλέον (ο Καπετάν Κωνσταντής) εμφανιζόταν ανεβασμένος πάνω σε ένα βάθρο ημίγυμνος, φέροντας μόνο στο κεφάλι ένα ινδικό τουρμπάνι. 

Ο Πλατούτσας στο μεταξύ στις ελάχιστες συζητήσεις που είχε κάνει μαζί του, είχε μάθει για τη Σουλιώτικη καταγωγή του. Από την άλλη γνώριζε για το δράμα της Σουλιώτικης οικογενείας Τζαβέλα με το παιδί τους, που ως έφηβος αναχώρησε για το εξωτερικό και δεν γύρισε ποτέ ξανά. Η αφετηρία της ιστορίας αυτής με το χαμένο μέλος της οικογένειας, ξεκινά πενήντα περίπου χρόνια νωρίτερα, όταν το 1845 επί Όθωνα αποστέλλονται  στο Μόναχο μερικά παιδιά επιφανών οικογενειών των Αγώνα με σκοπό να σπουδάσουν. Τα παιδιά αυτά πήγαν με υποτροφία του ελληνικού κράτους. Ανάμεσά τους βρέθηκε και ο γιος του ήρωα της επανάστασης του Κίτσου Τζαβέλα ο Δημήτρης. 

Ο νεαρός Σουλιώτης έμεινε για πέντε ολόκληρα χρόνια στο Μόναχο. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο πατέρας του ο Κίτσος, ζήτησε από τον Όθωνα να τον τοποθετήσουν στο Πολεμικό Σχολείο του Πειραιά (Σχολή Ευελπίδων) για να σπουδάσει κι εκεί και να συνεχίσει έτσι τη στρατιωτική παράδοση της οικογένειας των Τζαβελαίων. 

Ο Δημήτρης όμως ήταν ζωηρός από τη φύση του και διαρκώς δημιουργούσε προβλήματα μέσα στη Σχολή. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, όταν ο πατέρας του έγινε υπουργός των Στρατιωτικών. Τότε ο Δημήτρης, λαμβάνοντας ακόμα περισσότερο θάρρος, έφτασε να φέρεται απρεπώς σε διδάσκοντες και εκπαιδευτές της Σχολής. Το θέμα της ανάρμοστης συμπεριφοράς του έλαβε διαστάσεις και αποφασίστηκε η οριστική αποβολή του από τη Σχολή. Ο Σουλιώτης βρέθηκε να είναι εκτός σχολής και ανεπάγγελτος, χωρίς μάλιστα να δείχνει κάποια ιδιαίτερη κλίση σε κάτι. Ο πατέρας του Κίτσος απογοητευμένος με την πορεία του γιου του, έδωσε προσταγή να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στο σπίτι των Τζαβελαίων, παρά μόνο όταν έχει διαπρέψει στα πεδία των μαχών. 

Την εποχή εκείνη ξεσπά ο πόλεμος των Γάλλων κατά των Αλγερινών, που φαντάζει στα μάτια του Δημήτρη, ως ευκαιρία υλοποίησης της πατρικής προσταγής. Κατατάσσεται στον γαλλικό στρατό και στέλνεται στο μέτωπο στο Αλγέρι. Ο καιρός περνά και η οικογένεια Τζαβέλα δεν μαθαίνει τίποτα για τον Δημήτρη. Μετά την πάροδο μιας δεκαετίας, η οικογένεια θεωρεί ότι το χαμένο παιδί της βρίσκεται σκοτωμένο σε κάποια από τα πεδία μαχών του Αλγερίου.

 Όλα αυτά τα γνωρίζει ο πολυμήχανος Πλατούτσας που καταγράφει παράξενες ομοιότητες του δικού του «Καπετάν Κωνσταντή» με τον Δημήτρη Τζαβέλα!  Αποφασίζει λοιπόν να πουλήσει την υποψία του, στην οικογένεια. Προσεγγίζει κάποια μέλη της και τους λέει: «Αυτός ο παράξενος άνδρας που γνώρισα, όταν μιλάω για το Σούλι και τους Τζαβελαίους δακρύζει»



Οι συγγενείς θορυβημένοι από τα λεγόμενα το Πλατούτσα, επισκέπτονται τον κατάστικτο άνδρα, στο ξενοδοχείο της Μασσαλίας όπου διέμενε. Εκεί ανακαλύπτουν την πραγματική του ταυτότητα. Ο μέχρι τότε εμφανιζόμενος «Καπετάν Κωνσταντής» είναι το χαμένο παιδί της οικογένειας Τζαβέλα!  Ο Δημήτρης από την επομένη κιόλας ημέρα, μένει στο σπίτι της αδελφής του Πηνελόπης, από όπου ξανασυναντάει  την οικογένειά του ύστερα από 42 χρόνια απουσίας! 



Διηγούμενος το περιπετειώδες παρελθόν του, είπε ότι αρνείτο να επιστρέψει στην Ελλάδα ως απλός πολίτης, αν δεν δικαίωνε πρώτα το όνομα της οικογενείας του. Η οικογένεια Τζαβέλα κλήθηκε να πληρώσει αρκετά χρήματα στον επιτήδειο Πλατούτσα, για την αποζημίωση λύσης του συμβολαίου που ο Δημήτρης είχε υπογράψει και επιπλέον άλλα χρήματα για τις πληροφορίες που ο Πλατούτσας έδωσε! 



Οι εφημερίδες της εποχής απεκάλυψαν ότι μετά το Αλγέρι, ο Δημήτρης περιπλανούμενος σε Κίνα και Ινδία έζησε για καιρό με ανθρώπους, που συνήθιζαν να βάφονται έτσι να είναι δηλαδή κατάστικτοι και θέλησε να γίνεις όμοιος. Εκείνοι πραγματοποιώντας τη θέλησή του, δεν άφησαν ούτε ένα εκατοστό από το σώμα του ελεύθερο. Αργότερα επιβιβάσθηκε σε ένα πλοιάριο με προορισμό την Αγία Πετρούπολη όπου εργάστηκε σε ένα είδος θεατρικής επιχείρησης, όπου εξέθετε «αξιοπερίεργους ανθρώπους» νάνους, σιαμαίους κ.α. που έλκυαν την προσοχή του πλήθους. Η επιχείρηση αυτή έφερε την επωνυμία «Πανόραμα των παραδόξων». Ανάμεσα σε αυτούς, σαν έκθεμα, παρουσιαζόταν και ο Δημήτρης Τζαβέλας, ο απόγονος οικογενείας ενδόξων Σουλιωτών. 



Κι ενώ η ιστορία υποτίθεται ότι θα τελείωνε με την επιστροφή του «ασώτου» πίσω στο σπίτι του έλαβε διαφορετική τροπή! Εμφανίστηκε ένας άνδρας που λεγόταν Πρίντεζης, ο οποίος έκανε καταγγελία στον Διευθυντή της Αστυνομίας -το γνωστό σε όλους μας Μπαϊρακτάρη-, ότι όταν κάποτε έμενε στη Βενετία, φιλοξένησε αυτόν τον υποτιθέμενο «Καπετάν Κωνσταντή», ο οποίος του είχε αποκαλύψει ότι μέχρι το 1862 ήταν ο γνωστός Δήμιος ο τρομερός Νταή – Γιώργης. Ο Μπαϊρακτάρης λάμβανε καταθέσεις μαρτύρων αλλά η κοινή γνώμη τον πίεζε αφόρητα να συντομεύει. Τότε κατάφερε να βρει έναν λοχία τον Θανάση Μποχώρη, που την εποχή του Δήμιου, του τρομερού Νταή Γιώργη στο Μπούρτζι, εκτελούσε χρέη βοηθού. 

Ο Μποχώρης  είδε τον Δημήτρη Τζαβέλα με προσοχή και βεβαίωσε ότι δεν ήταν ο δήμιος του Ναυπλίου. «Ο Δήμιος» είπε ο Μποχώρης «είχε τα τρία δάκτυλα του αριστερού του χεριού κομμένα», πράγμα που δεν συνέβαινε με τον στιγματισμένο άνδρα, τον Δημήτρη Τζαβέλα. 


Η περιπετειώδης μυθιστορία του κατάστικτου ανθρώπου αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων πανελληνίως, ενώ όλες οι εφημερίδες με κύρια την εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσίευαν ανελλιπώς κάθε νέα πληροφορία. Γεγονός αναμφισβήτητο ήταν, ότι όλα είχαν ξεκινήσει από τον παράξενο τύπο του πειραϊκού λιμανιού, τον μόνιμο θαμώνα του Ρολογιού, τον Κωνσταντίνο Πλατούτσα! 

Το καφενείο του Ωρολογίου δικαίωνε για μια φορά ακόμα την πολύχρονη φήμη του, που ήθελε να είναι το στέκι εκείνο, όπου οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν με τα πλοία της γραμμής...

Όλη η ιστορία του Καπετάν Κωνσταντή σε ποίημα 

   

Πληροφοριακά στοιχεία ελήφθησαν: 
από το διήγημα του λογοτέχνη Στέφανου Δάφνη με τίτλο "Ο αινιγματώδης Σουλιώτης",
από την εφημερίδα "Ακρόπολις" του έτους 1892,
από το άρθρο του Τάσου Κοντογιαννίδη στην εφημερίδα "Real News", 
από την ανάρτηση στη "Μηχανή του Χρόνου" με τίτλο "Ο άσωτος γιος του οπλαρχηγού Κίτσου Τζαβέλλα, με ολόσωμο τατουάζ το 1893",

Η Πειραϊκή "Γκουέρνικα" του Ανδρέα Κρυστάλλη




του Στέφανου Μίλεση

Ό,τι συμβολίζει ο διάσημος πίνακας "Γκουέρνικα" (Γκερνίκα) του Πάμπλο Πικάσο, που φιλοτεχνήθηκε εμπνευσμένος από τον βομβαρδισμό της ισπανικής (βασκικής) πόλης Guernica από τη γερμανική αεροπορία, συμβολίζει και το έργο του Ανδρέα Κρυστάλλη με τίτλο "Ο βομβαρδισμός του Πειραιά". Με μια διαφορά όμως. Ο Πικάσο πληροφορήθηκε τον βομβαρδισμό από εφημερίδα, ενώ ο Κρυστάλλης τον έζησε ο ίδιος. Και όχι μόνο τον πρώτο, τον γερμανικό, αλλά τρία χρόνια αργότερα, το 1944 βίωσε και το μεγαλύτερο τον λεγόμενο "συμμαχικό".      

Ο Ανδρέας Κρυστάλλης γεννημένος το 1911, στη Μικρά Ασία, γνώρισε από νεαρή ηλικία την πικρή εμπειρία ενός ξεριζωμού. Παιδί ακόμα, έφτασε στον Πειραιά όπου προσπάθησε εκ του μηδενός, να θέσει τις βάσεις μιας νέας ζωής. Αρχικά ακολούθησε τα χνάρια του μεγαλύτερου αδελφού του που υπηρετούσε στον Πολεμικό Ναυτικό. Κατατάχθηκε και ο ίδιος σε αυτό αλλά σύντομα παραιτήθηκε για να επιδοθεί με ζήλο σε αυτό που αγαπούσε. Στη ζωγραφική.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής υπέφερε από τις στερήσεις την πείνα και τις κακουχίες. Ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση ο ίδιος, δεν μπορούσε να ανεχθεί το θάνατο παιδιών στα πεζοδρόμια, το μεγάλο λιμό του 1941 - 42, τις εκτελέσεις και τους συνεχείς βομβαρδισμούς της πόλης στην οποία κατοικούσε. Του Πειραιά. 

Η λήξη της κατοχής για τον Ανδρέα Κρυστάλλη επέφερε μια τραγική μοίρα. Εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο νοσοκομείο, σε μια προσπάθεια να ξαναβρεί το χαμένο του εαυτό. Όμως δεν τα κατάφερε, αφού και μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, η ψυχική του κατάσταση αποτελούσε ένα μαρτύριο αξεπέραστο. Και αυτό διήρκεσε μέχρι το θάνατό του το 1951.

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του "δείχνει" τον Πειραιά. Βαθιά επηρεασμένος από τη θάλασσα, το υγρό στοιχείο κυριαρχεί σε πολλά από τα έργα του. 

Στον Πειραιά ο Κρυστάλλης έζησε τη φρικτή εμπειρία του πρώτου μεγάλου βομβαρδισμού, του γερμανικού που έγινε στις 6 Απριλίου του 1941

Η φρίκη και ο τρόμος εκείνου του πειραϊκού βομβαρδισμού αποτυπώνεται στην κραυγή της μάνας, που έντρομη κρατά στα χέρια της το φασκιωμένο βρέφος ενώ τα φουστάνια της έχουν αρπάξει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της, στα πρόσωπα των οποίων επίσης φαίνεται να έχει χαραχθεί ο απόλυτος τρόμος. Είναι ντυμένα ελαφριά, ανοιξιάτικα, αφού ο βομβαρδισμός έγινε το βράδυ της 6ης Απριλίου. Πίσω τους ακολουθεί ο πατέρας φορτωμένος με τα απολύτως αναγκαία σε ένα μπόγο στο δεξί του χέρι. Στην πλάτη του ένας σάκος μεγαλύτερος. Στο κεφάλι του φέρει κασκέτο, δείγμα ότι πρόκειται για μια τυπική εργατική - ναυτική οικογένεια. 

Η οικογένεια απομακρύνεται από το φλεγόμενο λιμάνι, όσο το δυνατόν γρηγορότερα με κατεύθυνση προς την Αθήνα, που ήταν "ανοχύρωτη πόλη". Η σκηνή θα μπορούσε να φέρει κάλλιστα τον τίτλο "η καταστροφή των Σοδόμων"! Κανείς δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω του τη φλεγόμενη κόλαση. Το μόνο που θέλουν είναι να απομακρυνθούν. Πίσω από τον πατέρα κυριαρχεί η εικόνα ενός μεγάλου πλοίου που φλέγεται. Είναι το "Κλάν Φράϊζερ"

Η έκφραση "χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα" που πολύ εύστοχα συμπεριέλαβε σε τραγούδι του ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης (με τίτλο "Επιδρομή στον Πειραιά"), αναφερόμενος στον άλλο μεγάλο βομβαρδισμό του '44, οπτικοποιείται με κάθε ακρίβεια στον πίνακα του Κρυστάλλη. 

Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Δημήτρης Ψαθάς με μια προσωπική μαρτυρία του: 

"Οι Πειραιώτες φεύγοντας από το σπίτι τους για την Αθήνα, είχαν μαζί τους στρώματα, κουβέρτες και διάφορα άλλα απαραίτητα για τον ύπνο τους. Ένας άνδρας και μια γυναίκα που κρατουσε στην αγκαλιά της το μωρό διπλοτυλιγμένο σε κουβέρτες για να το προφυλάξει από το κρύο. Καρότσι; Καρότσι πουθενά.

Ξαφνικά βλέπει ο σύζυγος μακριά έναν άνθρωπο με ένα καροτσάκι, τρέχει και του φωνάζει. Η γυναίκα εν τω μεταξύ, ακουμπά το μωρό πάνω στα στρώματα, διπλοτυλιγμένο όπως ήταν, για να μπει για λίγο στο σπίτι και να φέρει κάτι ακόμα. Γυρίζει. Κι έντρομη βάζει τις φωνές.

Το μωρό! Το μωρό!

Το μωρό όμως δεν ήταν πια στη θέση του. Λωποδύτης πρόλαβε στο μικρό αυτό διάστημα να βουτήξει τις κουβέρτες. Και καθώς δεν αντιλήφθηκε το μωρό πάνω στη βία του, το βούτηξε κι αυτό μαζί με ό,τι πρόλαβε να αρπάξει. Γεγονός αληθινό..."


Διαβάστε επίσης:

Η αληθινή πειραιώτικη ιστορία μιας ελληνικής ταινίας



"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"